
Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 36: Τίντεν – Αρχόντισσα των Κεραυνών
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Η Τίντεν είναι κόρη του Ντρούνκνα και της Χαβς. Γεννήθηκε μέσα σε καταιγίδα, όταν η θάλασσα μαινόταν και τα κύματά της χτυπούσαν βίαια την κατοικία της μητέρας της, της Χαβς. Οι ουρανοί σχίζονταν από αμέτρητους κεραυνούς, που χτυπούσαν το νερό και στο φως από έναν απ’ αυτούς, οι Δρακοθεοί είδαν το σώμα της νεογέννητης Δράκαινας να λαμπυρίζει με κυανή ενέργεια. Από τότε, κάθε φορά που έβρεχε, κάθε φορά που η καταιγίδα γέμιζε τον κόσμο με βοή και φως, έλεγαν πως «Η Τίντεν πετά σήμερα».
Από μικρή, έδειξε ότι δε φοβόταν τη δύναμη των κεραυνών. Ήταν ένα μ’ αυτούς, κομμάτι τους. Της άρεσε να πετά ανάμεσα στα σύννεφα, να χορεύει μέσα στη βροχή, να παίζει με τις αστραπές σα να ήταν φίλες της. Κι όταν θύμωνε, κανείς δεν τολμούσε να την πλησιάσει. Ο ουρανός σκοτείνιαζε και οι κεραυνοί χτυπούσαν τη γη, λες κι η οργή της Δρακοθεάς ήλεγχε τα στοιχεία της φύσης. Κι ανάμεσα στις λάμψεις των κεραυνών, εκείνη έστεκε περήφανη, δυνατή και ασυγκράτητη. Μα πάνω απ’ όλα, ελεύθερη.

Μεγαλώνοντας, η Τίντεν ένιωσε για πρώτη φορά κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει. Ένα συναίσθημα που δεν υπάκουε ούτε στους ανέμους ούτε στις βροντές. Είχε ερωτευτεί τον αδελφό της, τον Λούφτεν, τον Δρακοθεό του Ανέμου. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να πετάξει στο πλευρό της, ο μόνος που την κοιτούσε στα μάτια χωρίς φόβο. Μα στο βλέμμα του δεν αντανακλούσε τον έρωτά της. Στα μάτια του, η Τίντεν ήταν η μικρή του αδελφή, η συνοδοιπόρος στους ουρανούς. Τίποτα περισσότερο.
Η απόρριψη αυτή δεν τη λύγισε. Τη δυνάμωσε. Έκρυψε τα συναισθήματά της πίσω από μια μάσκα αδιαφορίας και συνέχισε να πετά μαζί του. Κάθε καταιγίδα τους έφερνε και πιο κοντά, κάθε κεραυνός που έπεφτε ανάμεσά τους την έκανε να ελπίζει πως, ίσως κάποτε, εκείνος θα την έβλεπε αλλιώς. Μα η μοίρα των Δρακοθεών δεν άφηνε περιθώρια για έρωτες.
Όταν ξέσπασε η προδοσία του Ντρούνκνα και του Όρκαν, η Τίντεν στάθηκε στο πλευρό του Λούφτεν, χωρίς να ρωτήσει τίποτα. Είδε τον Φάντερ να σκορπά θάνατο, τη μητέρα της να προσπαθεί να κρατήσει ενωμένη την οικογένεια και τον πατέρα της να καταρρέει στην τρέλα του. Κι όταν η Μορ τους καταδίκασε να μείνουν αιώνια στη φυλακή της Λούφτματ, η Τίντεν δεν αντιμίλησε. Έσφιξε το χέρι του αδελφού της και πήρε σιωπηλό όρκο να μην τον εγκαταλείψει ποτέ.
Η Λούφτματ ήταν ένας τόπος αιώνιας καταιγίδας. Ένας κόσμος σιωπής όπου ο ουρανός δεν φαινόταν ποτέ καθαρός και οι κεραυνοί δε σταματούσαν στιγμή. Ήταν ένα μέρος που ταίριαζε στην Τίντεν, μα όχι στον Λούφτεν. Κι όσο εκείνος μαράζωνε μέσα στα σύννεφα που δεν διαλύονταν ποτέ, εκείνη άνθιζε. Έμαθε να ελέγχει κάθε αστραπή, να διατάζει τη βροντή, να φτιάχνει τυφώνες με μια μόνο κραυγή.
Μέσα σ’ αυτήν την αιώνια θύελλα, η Τίντεν πήρε την απόφασή της. Γέμισε θάρρος και μια νύχτα, πλησίασε τον Λούφτεν. Του εξομολογήθηκε τον έρωτά της, κοιτώντας τον στα ματιά, αγωνιώντας για την αντίδρασή του. Το βλέμμα του, όμως, σκοτείνιασε από λύπη.
«Δεν μπορώ, αδελφή μου», της είπε όσο πιο γλυκά μπορούσε. «Ορκίστηκα να φέρω δικαιοσύνη. Μέχρι να σκοτώσω τον Όρκαν και να καθαρίσω το όνομα του πατέρα μας, δεν θα υπάρξει θέση στην καρδιά μου για τίποτα άλλο».
Τα λόγια του την πάγωσαν περισσότερο από οποιονδήποτε άνεμο. Εκείνη τη στιγμή, ο έρωτάς της μετατράπηκε σε φλόγα. Όχι εναντίον του. Ποτέ δεν τον μίσησε. Μα εναντίον τον Φάντερ, που του είχε εμφυσήσει αυτή την τυφλή πίστη στους όρκους, και του πατέρα της, που είχε προκαλέσει όλα αυτά. Μίσησε κάθε μορφή εξουσίας, κάθε νόμο που κρατούσε τον αδελφό της μακριά της. Κι ο ουρανός αντήχησε με τον θυμό της.
Από τότε, η Τίντεν έγινε η προσωποποίηση της καταιγίδας. Οι κεραυνοί δεν υπάκουαν πλέον στη φύση, αλλά στη θέλησή της. Όπου περνούσε, οι άρχοντες και οι βασιλιάδες τρόμαζαν, γιατί ήξεραν ότι η Αρχόντισσα των Κεραυνών έφερνε χάος.
Μέχρι και σήμερα, κάθε φορά που η καταιγίδα σκεπάζει τη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, οι άνθρωποι κλείνουν τα παράθυρα και ψιθυρίζουν προσευχές. Λένε πως η Τίντεν πετά και ψάχνει ακόμη τον Λούφτεν, πως τα σύννεφα είναι ο μανδύας της και οι κεραυνοί το δάκρυ της. Μα κάποιοι, πιο τολμηροί, στέκονται έξω στη βροχή και φωνάζουν τ’ όνομά της, ζητώντας να ρίξει κεραυνό στους αφέντες τους. Και τότε, κάπου ψηλά, ο ουρανός απαντά με μια αστραπή που σχίζει το σκοτάδι. Γιατί η Τίντεν δεν αγαπά ούτε θεούς ούτε βασιλιάδες. Μόνο τον άνεμο αγαπά, τον αδελφό της, που ποτέ δεν θα γίνει δικός της.

Η Τίντεν παρουσιάζεται ως σκούρος κυανός δράκος, περιτριγυρισμένος από κεραυνούς.
Αποκαλείται Δρακοθεά του Καιρού, Αρχόντισσα των Κεραυνών.
Δόγμα
Οι ακόλουθοί της μισούν οποιαδήποτε μορφή εξουσίας, ενώ περιφρονούν την ιερότητα των όρκων. Το τάγμα τους, τα Τέκνα της Θύελλας, πιστεύουν πως καμία εξουσία δεν αξίζει υπακοή και κάθε τύραννος αξίζει να καεί από τον ιερό κεραυνό της Δρακοθεάς.
Ιερείς και Ναοί
Οι κληρικοί της Τίντεν φοράνε μαύρους χιτώνες, με κυανό διάκοσμο, ο οποίος μοιάζει με κεραυνούς. Οι ναοί τους είναι υπόγειοι, σκαμμένοι βαθιά στο χώμα, για να προστατεύονται από τους άρχοντες που τους κυνηγούν. Μα πάνω απ’ όλους υψώνεται ένα καμπαναριό με ένα μεταλλικό δόρυ που σκίζει τον ουρανό, προσελκύοντας κάθε κεραυνό που περνά. Και όταν ο ουρανός βρυχάται, οι ιερείς της γελούν, καθώς πιστεύουν πως η Δρακοθεά τους ακούει.

Αφήνουμε πίσω μας την Αρχόντισσα των Κεραυνών, Τίντεν, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε την Δρακοθεά της Φτώχιας, Φαττίγκα…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.