m
Back to Top
Καφέ με Λόκι

Πίνοντας καφέ με τον Λόκι

Ο Fantasy Wanderer πίνει καφέ και συζητά με ήρωες της λογοτεχνίας του φανταστικού

Γράφει o Κοσμάς Χατζηιωαννίδης σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Λειβαδιώτη και Χρήστο Κεσκίνη

«Τί θα γίνει, κύριέ μου; Εσένα θα περιμένουμε;».

Ο Χρήστος, πιστός στο καθημερινό μας ραντεβού, με περίμενε έξω από τα κατεβασμένα στόρια του μαγαζιού μου.

«Άσε, δεν έβρισκα παρκάρισμα πουθενά» προσπάθησα να δικαιολογηθώ, που δε μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Πάτησα το κουμπί για να ανέβουν τα στόρια και ετοίμασα τα κλειδιά.

«Παρασκευή σήμερα. Για να δούμε ποιος ή ποια θα μας επισκεφθεί» είπε ο Χρήστος όσο ξεκλείδωνα.

«Ελπίζω να μην εί-». Διέκοψα τη φράση μου, όταν η καρδιά μου σταμάτησε. Ένας μαυροντυμένος άνδρας με χλωμό πρόσωπο και μακριά ξανθά μαλλιά έστεκε μπροστά στη βιβλιοθήκη του μαγαζιού και κρατούσε στα χέρια του το βιβλίο μου “Ο Υπέρμαχος των Λησμονημένων Θεών”.

«Η διανόηση της ανθρωπότητας με περικυκλώνει ακόμα και στην πιο σκοτεινή γωνιά αυτής της ξεχασμένης πόλης» είπε και γύρισε προς το μέρος μας. Το ένα μάτι του ήταν σκουρόχρωμο και το άλλο πράσινο, ενώ εξέπεμπε κάτι αλλόκοσμο. «Οι προσπάθειες σας να αγγίξετε τη θεία σας προέλευση στολίζουν τους πέτρινους τοίχους αυτής της σπηλιάς που στέκεται γεμάτη με βιβλία και μικρές προτομές ηρώων». Πέρασε την παλάμη του πάνω από το εξώφυλλο του βιβλίου μου. «Αγγίζοντας τα έργα σας ταξιδεύω νοητά στους κόσμους που οι ίδιοι δημιουργήσατε. Διαβάζω για τη χώρα ενός πανέμορφου ποταμού… Έαρμαρκ» ψιθύρισε και ένιωσα να αδυνατώ να γεμίσω τα πνευμόνια μου με αέρα. «Ίσως η φαντασία να ήταν το μεγαλύτερο δώρο που σας χαρίσαμε με την απουσία μας. Άνθρωποι. Δε θα σταματήσετε ποτέ να με εκπλήσσετε».

«Ποιο-….Ποιος είσαι; Πώς μπήκες στο μαγαζί μου;» ψέλλισα.

«Ένας νάνος και ένα τρολ να συνεργάζονται; Αυτό και αν είναι καινούργιο» είπε κοιτώντας μας από πάνω μέχρι κάτω.

«Με είπε τρολ;» μουρμούρισε ο Χρήστος κι αμέσως σφύριξα για να σωπάσει.

«Από θαυμασμό και μόνο προς την όμορφη σπηλιά θα συγχωρέσω την άγνοια σου. Είμαι ο Λόκι του Άσγκαρντ, ο καταζητούμενος θεός των εννέα κόσμων» είπε και πέταξε αδιάφορα κάτω το βιβλίο μου. «Προσπαθούσα να ξεφύγω από το Άγριο Κυνήγι του Όντιν και απλώς το Δέντρο της Ζωής με έβγαλε στα μέρη σας» συνέχισε γυρίζοντάς μας την πλάτη και κατευθύνθηκε αργά προς το γραφείο μου.

Είχαμε μείνει άναυδοι.

«Ο Λόκι; Ο γνωστός;» ψέλλισε ο Χρήστος και ένα χαμόγελο στόλισε τα χείλη του.

«Σίγουρα όχι αυτός από τις ταινίες σας» αποκρίθηκε ο ξένος κι έκατσε στην καρέκλα μου. «Αλλά ναι ο γνωστός. Μια δύναμη της φύσης ενάντια στην ίδια τη φύση. Πες με εντροπία, πες με καταστροφή, πες με χάος».

«Θα σου έλεγα να καθίσεις, αλλά βλέπω ότι έχεις ήδη βολευτεί στην καρέκλα μου…» είπα νιώθοντας κι εγώ πλέον πιο άνετα. «Μήπως να σε κεράσουμε και κανένα καφεδάκι;» συνέχισα κι αμέσως δαγκώθηκα, σκεπτόμενος τι θα γινόταν αν το λάμβανε σαν ειρωνεία.

«Οι σοβαρές συζητήσεις γίνονται μονάχα με αλκοόλ» απάντησε κι ανέβασε τα πόδια του στο γραφείο. «Μπίρα ιδανικά, αλλιώς οτιδήποτε που μπορεί να τονώσει το πνεύμα».

«Επιτέλους!» αναφώνησε ο Χρήστος. «Έπρεπε να έρθει ένας Σκανδιναβός Θεός για να σταματήσουμε να πίνουμε μόνο καφέ» συνέχισε και ξεκίνησε να πηγαίνει περιχαρής προς την έξοδο. «Πάω να φέρω μπίρες!».

Ο ξένος, καθώς παρέμενα ακόμα επιφυλακτικός για την ταυτότητά του, άρχισε να ψαχουλεύει αδιάφορα τα πράγματά μου. «Οπότε αν κατάλαβα καλά είσαι από το Άσγκαρντ;» είπα και έκλεισα το συρτάρι που μόλις είχε ανοίξει. «Μίλησέ μας λίγο για την χώρα των Θεών».

Το βλέμμα του διαπέρασε την ψυχή μου, αλλά τελικά συνέχισε την κουβέντα μας.

«Στο Ασγκαρντ πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου αν και η καταγωγή μου εντοπίζεται και στους εννέα κόσμους. Η κατοικία των θεών βρίσκεται στην κορυφή του Δέντρου της Ζωής έχοντας θέα στα αστέρια και τους διάσπαρτους κόσμους του σύμπαντος. Κλαδιά του Ιγκντράσιλ σκεπάζουν τον ουρανό της απέραντης πόλης βάφοντάς τον με πανέμορφα χρώματα». Σταμάτησε κοιτώντας τον Χρήστο που έμπαινε γοργά στο μαγαζί. Αν και η έκφρασή του ήταν σοβαρή, τελικά χαμογέλασε κοιτώντας τη σακούλα με τις παγωμένες μπίρες. Έβγαλα τις σκαλιστές κούπες, τις γέμισα και του έδωσα μία. Ήπιε μια γουλιά, κούνησε λίγο το κεφάλι του με μια έκφραση μετριότητας και συνέχισε. «Από κάτω, σε μια ατελείωτη αιματοβαμμένη κοιλάδα, όσοι πέθαναν για τους θεούς πολεμούν για να πεθάνουν και να αναστηθούν ξανά. Την ονομάζουμε Βαλχάλα». Λογικά βλέποντας την λάμψη στα μάτια μας, έσκυψε προς το μέρος μας, υιοθετώντας ένα πιο θεατρικό ύφος στην εξιστόρησή του. «Κρυστάλλινα νερά και αίμα χύνονται από τα ποτάμια της στο Δέντρο της Ζωής ευλογώντας το κάθε μέρα με θυσίες. Το σπίτι των θεών είναι ένα κράμα ομορφιάς και βίας, όπως κάθε άλλος κόσμος».

«Βαλχάλα…» ψέλλισα.

«Έρχεσαι συχνά στον κόσμο μας;» ρώτησε ο Χρήστος, έχοντας ήδη αδειάσει την κούπα του και ξαναγεμίζοντάς την.

«Όχι όσο συχνά θα ήθελα» απάντησε και ξανακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας. «Το Μίντγκαρντ βρίσκεται αποκλεισμένο από κάθε θεία παρέμβαση εδώ και χιλιάδες χρόνια από τότε που το Δέντρο της Ζωής άλλαξε τους κανόνες του. Μονάχα όταν το κόκκινο φεγγάρι ανέτειλε στον ουρανό μπόρεσα να ταξιδέψω στα μέρη σας για να ανακαλύψω την λύση στο αιώνιο πρόβλημα του Ράγκναροκ που πάντα με βασάνιζε».

«Και τελικά; Έγινε το Ράγκναροκ;» ρώτησα με αγωνία, προτάσσοντας την κούπα μου προς τον Χρήστο για να την ξαναγεμίσει.

«Αν είχε γίνει, πίστεψε με, θα το είχατε καταλάβει» μου απάντησε κοιτώντας με με ειρωνικό ύφος, σα να έκανα την πιο χαζή ερώτηση. «Όπως τελικά αποδείχθηκε όλες οι προφητείες ήταν λάθος. Το μοναδικό που ξέρουμε για το μέλλον είναι η απροβλεψιμότητα του».

«Πάντως είμαστε fans σου!» αναφώνησε ο Χρήστος. «Και οι δύο είχαμε από μία γάτα που την είχαμε ονομάσει Λόκι» συνέχισε και η μελαγχολία βάρυνε τη φωνή του και το στέρνο μου. «Αν και πλέον δε βρίσκονται κοντά μας…».

«Αλήθεια; Αυτό με τιμάει περισσότερο από κάθε θυσία» αποκρίθηκε και σηκώθηκε. «Ας υψώσουμε τις κούπες μας στη μνήμη τους λοιπόν.  Είθε η θυσία τους να κάνει το Δέντρο της Ζωής να ανθίσει και να ξανασυναντηθείτε στη Βαλχάλα. Σκόλ!».

«Σκολ!» φωνάξαμε και οι δύο και ήπιαμε μονορούφι τις μπίρες μας.

«Υπάρχει ένας χρονικογράφος που γράφει για τις περιπέτειές σου στον κόσμο μας» είπα σκεπτόμενος το πόσο θα μας ζήλευε ο φίλος μου ο Κοσμάς, που πίναμε, όχι απλά με έναν ήρωά του, αλλά με τον ίδιο τον Λόκι. «Τον λένε Κοσμά Χατζηιωαννίδη. Φαντάζομαι τον γνωρίζεις. Τι θα μας έλεγες για εκείνον;».

«Γράφει αυτός εμένα ή εγώ εκείνον; Θα πρέπει να αναρωτηθείς για τη φύση των πραγμάτων φίλε μου» απάντησε αποστομώνοντάς με, καθώς η ζάλη του ζύθου δε βοηθούσε στο να καταλάβαινα τί εννοούσε. «Ένας συγγραφέας που περνάει τόσο χρόνο σε μια ιστορία καταντά να την θεωρεί αληθινή. Προβάλει μέσα της τον εαυτό του και χάνεται στους κόσμους της. Γίνεται δέσμιος της φαντασίας του, τόσο που η ιστορία γίνεται η πραγματικότητα του. Επομένως, στο τέλος είναι αυτός που γράφει την ιστορία ή η ιστορία τον χρησιμοποιεί για να γραφτεί και σαν αρρώστια να μεταδοθεί στους υπόλοιπους θνητούς; Οι θεοί είμαστε ιδέες και οι ιδέες είναι μεταδοτικές!». Και οι δύο κοιτούσαμε με το στόμα ανοιχτό, προσπαθώντας να ακολουθήσουμε τον ειρμό του. «Αστειεύομαι» μας είπε τελικά. «Είναι καλός τύπος αλλά πρέπει να τελειώσει το δεύτερο βιβλίο της σειράς επιτέλους».

«Δεν το λες αυτό και σε κάποιον γνωστό μου;» είπε ο Χρήστος κουνώντας το κεφάλι του προς το μέρος μου.

«Έχοντας διαβάσει το βιβλίο του, “Οι Θεοί του Καταραμένου Δέντρου”» είπα θέλοντας να αλλάξω θέμα, «έρχεσαι συχνά σε επαφή με θνητούς;».

«Σίγουρα συχνότερα από πριν. Όπως τελικά αποδεικνύεται από το βιβλίο, οι θνητοί είναι το κλειδί της μεγαλύτερης υπόθεσης του σύμπαντος. Το τελικό πρόβλημα αλλά και η λύση του βρίσκονται στα χέρια τους. Απ’ όσο γνωρίζω στο δεύτερο βιβλίο θα δείτε την συνάντηση μου με έναν θνητό που θα ρίξει φως στα πάντα».

«Εσένα σ’ αρέσει να διαβάζεις ιστορίες για άλλους ήρωες και κόσμους;» τον ρώτησε ο Χρήστος δείχνοντας με το χέρι του την μεγάλη βιβλιοθήκη. «Όπως βλέπεις έχουμε πολλά τέτοια βιβλία. Έχεις να μας προτείνεις κανένα;».

«”Το Τραγούδι της Φωτιάς και του Πάγου” είναι μια απίστευτη σειρά που αξίζει να διαβάσει ο καθένας» απάντησε ο Λόκι και χαμογέλασε πονηρά. «Επίσης, μιας και η κακία μου αλλά και του συγγραφέα μου, δε γνωρίζουν όρια, πρόκειται για μια σειρά που το επόμενο βιβλίο έχει αργήσει πάρα πολύ! Επομένως, για να βασανιστείτε και μόνο, την προτείνω ανεπιφύλακτα». Στη συνέχεια, όμως, πήρε μία έκφραση βαρεμάρας. «Νομίζω ότι αρκετά είπαμε. Ήρθε η ώρα να φύγω».

«Ήταν μια πολύ όμορφη εμπειρία που σε γνωρίσαμε από κοντά…» είπε ο Χρήστος και βλέποντάς τον να σηκώνεται, τέλειωσε τη φράση του με σιγανή φωνή, «…ελπίζουμε».

«Θα χαρούμε να σε ξαναδούμε» είπα και σηκώθηκα να τον χαιρετήσω, «αν και θα προτιμούσα την άλλη φορά να χρησιμοποιούσες την πόρτα, όπως όλοι μας».

«Η επόμενή μας φορά δεν προβλέπεται τόσο ευχάριστη. Το Ράγνκαροκ πλησιάζει. Ο μεγάλος χειμώνας που θα αλλάξει τα πάντα είναι προ των πυλών. Πάντως ελπίζω να επιβιώσετε και να σας δω στον αναγεννημένο καινούργιο κόσμο» είπε με στόμφο και έμεινε για λίγο να κοιτά την αγωνία και τον τρόμο στα μάτια μας. Τελικά γέλασε και συνέχισε. «Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Να έχετε όλες τις ευλογίες του Δέντρου της Ζωής! Αντίο. Α επίσης σας έκλεψα μερικά βιβλία που ήθελα» είπε ο Λόκι και αφού μεταμορφώθηκε σε δεκάδες κοράκια, εξαφανίστηκε.

Αφού μείναμε για λίγο αποχαυνωμένοι, κοιταχτήκαμε και γελάσαμε. Γρήγορά, όμως, το γέλιο μού κόπηκε όταν κοίταξα προς την βιβλιοθήκη. «Ρε, όντως μας έκλεψε βιβλία!».

Λόκι
Λόκι

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον Λόκι αποκτήστε ο βιβλίο επικής φαντασίας “Οι Θεοί του Καταραμένου Δέντρου – Μονοπάτια” του συγγραφέα Κοσμά Χατζηιωαννίδη.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα