m
Back to Top
Καφέ με Λίαμ και Χόουπ

Πίνοντας καφέ με τους Λίαμ και Χόουπ

Ο Fantasy Wanderer πίνει καφέ και συζητά με ήρωες της λογοτεχνίας του φανταστικού

Γράφει ο Γρηγόρης Κ. Δημακόπουλος σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Λειβαδιώτη και Χρήστο Κεσκίνη

Ο Χόουπ έσερνε τα βήματά του, καθώς διέσχιζαν τα χαλάσματα της θολωτής αίθουσας, μακριά από τις εναποθέσεις των απολιθωμάτων. Ο Λίαμ ακολουθούσε αμίλητος. Γοργός κι ευκίνητος, τον συνόδευε αλαφροπατώντας στο σκοτάδι, ένας ίσκιος που γεννήθηκε θαρρείς στα έγκατα της γης. Ένιωθε την παρουσία του πατέρα του ισχυρή και ακλόνητη πίσω του, μια ξεκάθαρη, διαρκής υπενθύμιση της αγάπης που έτρεφε γι’ αυτόν· ωστόσο γνώριζε, το ένιωθε μέσα του, πως εκείνος είχε αρχίσει να κάμπτεται, να λυγίζει, μετά τα όσα είχαν συμβεί τις μέρες που ακολούθησαν της φυγής από το Άρυεν. Οι ενοχές, η σκιά της θλίψης, η απελπισία, είχαν αμαυρώσει το αλλοτινό μεγαλείο του Μαύρου Φοίνικα· είχαν θαμπώσει το πνεύμα του, είχαν τσακίσει την ψυχή του. Παρόλο ταύτα, όσο η ζωή σκιρτούσε μέσα του, ποτέ δεν θα τον εγκατέλειπε. Ποτέ δεν θα έπαυε να νοιάζεται και να μοχθεί γι’ αυτόν. Ποτέ δεν θα έπαυε να τον προστατεύει.

Το δεξί του χέρι γλίστρησε στις πτυχές του μανδύα του, αναζητώντας τυφλά, με την αίσθηση της αφής, το απαλό φτέρωμα του Ρέι. Ο νεοσσός κούρνιαζε ήσυχα στη μικρή αυτοσχέδια φωλιά του, στο κεντημένο θυλάκιο που ήταν αρκετά φαρδύ για να τον φιλοξενήσει. Ίσα που χωρούσε στο πλεχτό, καλαμένιο κουτί. Αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς. Τις τελευταίες μέρες, μάλιστα, ήταν υπερβολικά λαίμαργος και δραστήριος. Φτερούγιζε και έκανε άλματα διαρκώς· το φαγητό δεν ήταν ποτέ αρκετό γι’ αυτόν. Ο κόκκινος φοίνικας ήταν αξιολάτρευτος, η ζωηράδα και η ζωντάνια που επιδείκνυε χαροποιούσαν αφάνταστα τον Χόουπ, όμως ήταν αλήθεια πως μέσα στο σκοτάδι του δικτύου της Μαύρης Φλέβας η εξεύρεση τροφής αποδεικνυόταν μεγάλος μπελάς.

Το μικρό αρπακτικό έκλεψε λίγα χάδια παραπάνω, προτού αδράξει, απαλά, με το ράμφος του το δάχτυλο του Χόουπ, δείχνοντας του διακριτικά, πως εκείνη τη στιγμή, η στοργή ερχόταν σε δεύτερη μοίρα σε σύγκριση με μια άλλη συγκεκριμένη, πρωταρχική του ανάγκη.

«Ξέρω, κι εγώ πεινάω μικρούλη. Ψάχνουμε σκουλήκια και έντομα, τι νομίζεις πως κάνουμε αυτή τη στιγμή; Τουλάχιστον εσύ δεν κρυώνεις, έτσι όπως είσαι χωμένος εκεί μέσα».

Ο Ρέι έκρωξε κοφτά, τάχα παρηγορητικά, όμως ο Χόουπ ήταν σίγουρος πως ο φοίνικας δεν ένιωθε και τόση συμπόνια για εκείνον· πεινούσε, και όταν η τροφή καθυστερούσε, γινόταν δύστροπος. Γοητευτικά δύστροπος, βασικά, σαν να πείσμωνε μαζί του. Τον τσίμπησε ξανά, δίχως πόνο, και ο Χόουπ χαμογέλασε. «Εντάξει, εντάξει, θα βιαστώ».

Κοντοστάθηκε για μια στιγμή,  στις παρυφές του γαλαζωπού θάμβους που εξέπεμπε η φωτεινή σφαίρα. Οι σκιές των συντρόφων τους, στο αντικρινό σημείο του πρόχειρου καταυλισμού που είχαν στήσει, είχαν χωνευτεί ολότελα με το βαθύ σκοτάδι που φώλιαζε στα βάθη της Μαύρης Φλέβας. Το στόμιο της υπόγειας διάβασης, ο κολοσσιαίος λαβύρινθος που είχε αποτελέσει κατά την αρχαιότητα χειρότερη φυλακή του κόσμου, έχασκε σαν ένα κοκάλινο, ανοιχτό ρύγχος. Ασκούσε πάνω του μια αλλόκοτη σαγήνη… μια παραλυτική γοητεία. Ο βαρύς μουχλιασμένος αέρας που ερχόταν από κει, καθώς διέσχιζε τη χαμένη πολιτεία των Ανθρωποκυνηγών, ξεσήκωνε τη σκόνη, ρήμαζε τα στερεοποιημένα πτώματα, τις κόχες με τα αναθήματα και τα γερτά ερείπια, κουβαλώντας τα απομεινάρια των οσμών ενός παρελθόντος που είχε σμίξει ολότελα πια με τον θάνατο. Νεκρά, παγωμένα λείψανα εποχών που κανείς δεν έζησε, στοιβαγμένα αδιάφορα το ένα πάνω στο άλλο, άφηναν για πάντα τα ίχνη τους στις βουβές αβύσσους και στα τυφλά λαγούμια, σ’ ένα μέρος που οι Αρχαίοι Στοχαστές είχαν ανεγείρει για να αποτελεί λίκνο της δυστυχίας των υποταγμένων λαών και ναό της δίχως τέλος τιμωρίας των εχθρών τους.

Μια απαλή βοή συνόδευε την αύρα.

Ένας αχνός ήχος, στα όρια της ακοής, που ποτέ δεν έπαυε· ένας ήχος άτονος, επίπεδος, που έδινε υπόσταση στη φαντασία, θέτοντας όρια στο ασύλληπτο μέγεθος του δικτύου, με τα αμέτρητα, ασαφή αδιέξοδα και τις βαθύτερες αποφύσεις που φιλοξενούσαν θανάσιμες απειλές και τρέλα.

Ρίγησε σύγκορμος και γύρισε την πλάτη του στο στοιχειωμένο κέλευσμα της Φλέβας. Την προσοχή του μαγνήτισε άξαφνα μια ξύλινη πόρτα.

Ήταν η είσοδος ενός μικρού ναΐσκου. Στην κορυφή του διέκρινε ένα τραχύ γλυπτό, την προτομή ενός άγριου πολεμιστή· παρατηρώντας βλοσυρός την επιβλητική μορφή σκέφτηκε πως το κτίσμα μάλλον ήταν αφιέρωση σε κάποιον υπέρμαχο των λησμονημένων θεών που διαφέντευαν κάποτε τον κόσμο. Βάδισε προσεκτικά προς τα εκεί, παρατηρώντας πως το έδαφος ήταν ολισθηρό.

«Υγρασία και σκόνη, σχημάτισαν γλοιό εδώ» είπε ο Λίαμ, αγγίζοντας με τα ακροδάχτυλα το νοτερό στρώμα που επικάλυπτε τον βράχο. «Από κάπου στάζει νερό. Να, ορίστε». Έκανε νεύμα, δείχνοντας τη χαραμάδα κάτω από την πόρτα. Η πέτρα γυάλιζε αχνά. Ένα μικροσκοπικό ρυάκι κυλούσε, βρέχοντας τη σκόνη. «Εδώ θα βρούμε τροφή για τον Ρέι».

Ο Χόουπ σούφρωσε τη μύτη. «Ευτυχώς δεν βρομοκοπάει όπως στα λαγούμια απέναντι». Ήθελε να προσθέσει πως ο Ρέι εκεί έκανε σαν τρελός, μα δεν είπε τίποτα. «Να μπούμε μέσα; Να φωνάξω τον Έιντεν να έρθει να μας φωτίσει με τη σφαίρα;»

«Περίμενε, ας δούμε πρώτα αν αξίζει τον κόπο» αποκρίθηκε ο Λίαμ, μπαίνοντας μπροστά. Ο Χόουπ παραμέρισε για να μη σκιάζει την πόρτα, και στράφηκε προς την υπόλοιπη ομάδα, έτοιμος να ζητήσει τη συνδρομή του μάγου αν η ορατότητα δεν επαρκούσε. Ο Λίαμ έψαξε σχολαστικά για κρυφές παγίδες· ανακουφισμένος διαπίστωσε πως δεν διέτρεχαν κάποιο κίνδυνο. Επιφυλακτικά, άνοιξε την πόρτα, και ο Χόουπ παρακούοντας -για ακόμα μια φορά- τις ρητές εντολές που ο πατέρας του είχε επαναλάβει μυριάδες φορές στο παρελθόν σχετικά με την ασφάλειά του, στάθηκε πλάι του, υποκύπτοντας στο θέλγητρο της περιέργειας.

Άξαφνα, ένα καυτό κύμα αέρα τους διαπέρασε, ένα ρεύμα τόσο ισχυρό, που αναγκάστηκαν να σφαλίσουν τα βλέφαρά τους. Μόλις τα άνοιξαν, έμειναν αποσβολωμένοι. Δεν βρίσκονταν πια στη Μαύρη Φλέβα, στη χαμένη Πολιτεία των Ανρθωποκυνηγών…

«Ωπ! Ποιοι είστε και πως βρεθήκατε εδώ;» άκουσαν μια φωνή και γυρνώντας είδαν δύο άνδρες να σηκώνονται απότομα από τις καρέκλες τους και να τους κοιτάνε με απορία. Ο ένας φορούσε ένα περίεργο, μάλλινο καπέλο, ενώ ο άλλος κρατούσε ένα όμορφο βιβλίο, με έντονα χρώματα, με τίτλο “Η Εποχή των Θρύλων”. Αν και οι δύο ήταν ογκώδεις, ο Λίαμ δεν ένιωσε καμία απειλή.

«Γειά σας, ξένοι. Εγώ είμαι ο Λίαμ και αυτός είναι ο γιος μου, ο Χόουπ. Δεν ξέρω τι συνέβη, βρισκόμασταν χαμένοι στα έγκατα της γης. Ψάχναμε τροφή για το… κατοικίδιο μας, και ξαφνικά εντοπίσαμε μια πόρτα. Την ανοίξαμε και ως δια μαγείας βρεθήκαμε εδώ. Είμαστε αφάνταστα ταλαιπωρημένοι… έχουμε μεγάλη ανάγκη για τροφή, νερό και καθαρό αέρα».

«Φαίνεστε όντως ταλαιπωρημένοι» του είπε εγκάρδια ο άνδρας με το καπέλο. «Λέγομαι Αλέξανδρος Λειβαδιώτης ή αλλιώς Fantasy Wanderer κι από εδώ είναι ο Χρήστος Κεσκίνης. Αλλά μη στέκεστε όρθιοι. Καθίστε. Να κεράσουμε κανένα καφεδάκι και κανένα χυμό για τον μικρό;».

«Καφέ και χυμό, ναι, μια χαρά, δεν θα πούμε όχι, αλλά κι εκείνα τα σιροπιαστά τρίγωνα με την κρέμα και το φύλλο που έχετε ακουμπισμένα στον πάγκο φαίνονται πολύ δελεαστικά!».

«Ναι, φυσικά, για σας μου τα φέρανε σήμερα το πρωί…» είπε ο Fantasy Wanderer με μια ελαφριά απογοήτευση να σχηματίζεται στα μάτια του και διέσχισε την ίδια ξύλινη πόρτα, μόνο που αυτή τη φορά όντως βρέθηκε στο εργαστήριό του.

«Από που μας έρχεστε; Πείτε μας κάποια πράγματα για τον κόσμο σας» τους είπε ο Χρήστος και κάθισε στη μία από τις δύο αναδιπλώμενες καρέκλες που έφερε.

«Ερχόμαστε από έναν κόσμο όπου κάθε γνώση για το παρελθόν έχει χαθεί. Έναν κόσμο όπου κατά την αρχαιότητα η ανθρωπότητα ήταν προηγμένη, όμως εξαιτίας μιας αλλόκοτης καταστροφής οι ισχυρότεροι της γης έπαψαν ξαφνικά να υπάρχουν, με αποτέλεσμα ο πολιτισμός να παρακμάσει. Η ολέθρια, αιφνιδιαστική πτώση που βίωσε ο άνθρωπος είχε ως συνέπεια τα ιστορικά γεγονότα να αλλοιωθούν με το πέρασμα των χρόνων· τα επιτεύγματα του παρελθόντος σύντομα άρχισαν να μοιάζουν με θαύματα στα μάτια των υπόλοιπων λαών· η γνώση βυθίστηκε στη λήθη. Το μόνο που απέμεινε από εκείνη τη λαμπρή εποχή είναι αφηγήσεις και θρύλοι. Η ανθρωπότητα επέστρεψε στα παλιά, σκοτεινά χρόνια».

«Πολύ λυπηρό» αποκρίθηκε ο Χρήστος.

«Το παρουσιαστικό σου θυμίζει ιππότη. Είσαι όντως;» ρώτησε ο Αλέξανδρος, επιστρέφοντας από το εργαστήρι με μια κούπα αχνιστό καφέ κι ένα ποτήρι χυμό.

«Είμαι, ναι. Ήμουν κάποτε ο Μαύρος Φοίνικας… ένας από τους σπουδαιότερους πολεμιστές του κόσμου και μέλος του Εβένινου Τάγματος. Δυστυχώς, κατέληξα κυνηγημένος και ατιμασμένος, να κρύβομαι στις εσχατιές του γνωστού κόσμου».

Το βλέμμα του Αλέξανδρου πλανήθηκε πάνω του με δέος και κατέληξε στο θηκαρωμένο ξίφος. «Πολύ εντυπωσιακό το σπαθί σου. Κρύβει κάποια μαγεία μέσα του;».

«Η Κόκκινη Αυγή, αν και άθραυστη, δεν κρύβει μαγεία. Ωστόσο, μια μάντισσα μου είπε κάποτε πως όποιος την κραδαίνει γίνεται όργανο του πεπρωμένου».

«Φαίνεσαι αγχωμένος» διαπίστωσε ο Χρήστος, αντιλαμβανόμενος τη αεικίνητη ματιά του Λίαμ, καθώς ερευνούσε το χώρο γύρω του για πιθανές απειλές. «Σας κυνηγάει κανείς;».

«Με κυνηγάνε οι πρώην συμπολεμιστές μου, οι Ιππότες του Εβένινου Τάγματος. Αρχηγός τους είναι ο θηριώδης Μαύρος Λύκος. Ο Ιππότης έδωσε όρκο άθραυστο, να με κυνηγάει ως τα πέρατα της γης, για λογαριασμό του Βασιλιά της Ιμάρ, που με μισεί θανάσιμα από τότε που οι δυο μας ήρθαμε σε ρήξη, ενώ στα ένδοξα νιάτα μας ήμασταν καρδιακοί φίλοι».

«Μην ανησυχείς! Εδώ είστε ασφαλείς και οι δύο για όσο θέλετε» είπε ο Fantasy Wanderer με περίσσεια αυτοπεποίθηση, αλλά κοιτάζοντας τον Λίαμ, υιοθέτησε μια πιο συγκρατημένη γλώσσα σώματος. «Μπορούμε να νιώθουμε κι εμείς ασφαλείς από σένα;».

«Εφόσον δεν έχεις σκοπό να βλάψεις τον γιο μου, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα, φίλε μου. Σε αντίθετη περίπτωση, ετοιμάσου να γευτείς το φιλί της Κόκκινης Αυγής».

Ο Αλέξανδρος και ο Χρήστος στραβοκατάπιαν με τον δεύτερο να ρωτά τελικά «Ποια είναι η σχέση σας σαν πατέρας και γιος; Μέχρι που θα έφτανες για να προστατεύσεις την οικογένειά σου;».

«Μέχρι τα πέρατα της γης, και ακόμα παραπέρα. Ό,τι πιο σημαντικό έχουμε στη ζωή μας, είναι αυτή η σχέση. Δεν υπάρχει κανένας θησαυρός πιο πολύτιμος από τον χρόνο που έχουμε όλοι μας. Από τον χρόνο που κερδίζουμε όταν γεννιόμαστε. Ούτε το χρυσάφι, ούτε τα πετράδια όλου του κόσμου. Ο χρόνος χάνεται και δεν γυρίζει ποτέ ξανά πίσω. Ποτέ. Ό,τι και να κάνεις. Άκουσέ με: Άδραξε τις στιγμές. Απόλαυσε τες. Ζήσε. Αγάπησε. Απολάμβανε ό,τι έχεις. Ποτέ δεν ξέρεις τι σε περιμένει, ποτέ δεν ξέρεις τι θα φέρει η επόμενη μέρα. Ζήσε τη ζωή, μάθε να αγαπάς και δώσε χρόνο στους αγαπημένους σου. Αυτό είναι το μάθημα που έμαθα πριν χρόνια, όταν άφησα τη γυναίκα μου να αναπαύεται για πάντα κάτω από ένα στρώμα από σαπισμένα φύλλα».

Ο πόνος της απώλειας που φώλιαζε στα λόγια του Λίαμ προκάλεσε σιωπή στο μαγαζί. Οι οικοδεσπότες κοιτούσαν αμίλητοι τον Χόουπ να σκύβει το κεφάλι, ανήμποροι να πουν κάτι. Τελικά ο Fantasy Wanderer προσπάθησε να αλλάξει το κλίμα.

«Σίγουρα ένας τόσο καλός πολεμιστής όσο κι εσύ θα έχει συνοδοιπόρους που τον συντροφεύουν. Μίλησε μας για αυτούς».

«Έχουμε πράγματι συντρόφους που μας βοήθησαν να ξεφύγουμε από την παράνοια του Οχυρού της Αράχνης. Ο Βάραχαϊμ, ο σπουδαιότερος οδοιπόρος αυτής της εποχής και δεινός τοξότης· ο Έιντεν, μάγος, τυχοδιώκτης και διανοούμενος, με αστείρευτο βάθος πάνω σε συγκεκριμένα κομμάτια της Αρχαίας Γνώσης· ο Σάιλοξ, Έκπτωτος, πολεμιστής και μονομάχος, ευέλικτος σαν πάνθηρας και θανάσιμος με το δόρυ στο χέρι· και ο Βάλορ, το λευκό θηρίο, με το οποίο ο Βάραχαϊμ είναι δεμένοι μεταξύ τους με έναν αλλόκοτο Δεσμό».

«Πολύ ενδιαφέρον» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος. «Θα μπορούσαμε να καλέσουμε και κανέναν από αυτούς για ένα καφεδάκι» συνέχισε κοιτώντας τον Χρήστο.

Εκείνος όμως, επηρεασμένος ακόμα από την προηγούμενη απάντηση, κοίταξε στα μάτια τον Λίαμ και θέλησε να κάνει μια πιο φιλοσοφική ερώτηση.

«Σε κάθε κόσμο μετά την ακμή έρχεται η παρακμή. Υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις από τη μοίρα του ανθρώπου;».

«Οι απόψεις διίστανται. Εγώ πιστεύω πως δεν γίνεται να ξεφύγεις από τη μοίρα σου. Ίσως δεν είναι τυχαίο που με ονόμασαν Μαύρο Φοίνικα – οι μαύροι φοίνικες των θρύλων αντιπροσωπεύουν το κακό ριζικό και την παραίτηση, είναι καταραμένα, μεγαλειώδη πλάσματα, που είναι σκέτη τρέλα να αντιμετωπίσει κανείς. Ο Χόουπ πιστεύει πως όλα είναι πιθανά στη ζωή… εμείς οι ίδιοι κρατάμε το πεπρωμένο στα χέρια μας, πιστεύει, αρκεί να έχουμε το θάρρος να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας».

«Είναι ο θάνατος πραγματικά το τέλος;» ρώτησε ο Fantasy Wanderer, βλέποντας τη διάθεση του Λίαμ να μιλήσει για τέτοια θέματα. «Τελικά το Χάος κυριαρχεί;».

«Σύμφωνα με τον σύντροφό μας, τον Έιντεν, ζούμε σ’ έναν κόσμο ρευστό, έρμαιο του Χάους. Τίποτα γύρω μας δεν είναι δεδομένο. Κανένα πάτημα δεν είναι σίγουρο. Κανένα στήριγμα δεν είναι απόλυτα ασφαλές. Τίποτα δεν είναι πραγματικά σταθερό ή αμετάβλητο. Η αλλαγή ήταν, είναι και θα είναι πάντα επικείμενη. Αέναη. Ατελεύτητη. Όταν κάνεις βίωμα αυτή τη Γνώση, όταν μάθεις να προμηνύεις το αναπάντεχο, τότε θα είσαι έτοιμος. Θα είσαι πάντα ένα βήμα πιο μπροστά απ’ όλους».

«Νομίζω ότι η κουβέντα σηκώνει μπίρα» είπε ο Χρήστος και σηκώθηκε να πάει προς το εργαστήριο, αλλά με την επιβλητική του παρουσία τρόμαξε τον μικρό φοίνικα που κούρνιαζε στην τσέπη του Χόουπ. Παρά τις προσπάθειες του παιδιού να τον ησυχάσει, ο Ρέι ξεπήδησε φτερουγίζοντας και έκατσε σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης.

«Τί είναι πάλι αυτό; Από που ήρθε;» μονολόγησε ο Fantasy Wanderer. «Ελπίζω να μη μας κουτσουλήσει κανένα βιβλίο…».

«Χαχα, αν μη τι άλλο, εκτός από καλή αίσθηση του χιούμορ, έχετε κι ανεπτυγμένη την αίσθηση του κινδύνου!» είπε ο Λίαμ γελώντας. «Αυτός είναι ο Ρέι, ο μικρός κόκκινος φοίνικας που μεγαλώνει ο Χόουπ. Αν του δώσετε να φάει κάτι, θα είναι κύριος, μην ανησυχείτε. Αν τον αγνοήσετε όμως, καλή σας τύχη».

«Αν είναι έτσι τότε πάω να φέρω να του δώσω τίποτα να φάει» αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος και αναφώνησε όταν ο μικρός φοίνικας ήρθε από πίσω του και του τσίμπησε το πόδι. «Τώρα ντε! Άου! Έλα, έλα! Κάτι θα βρω να σου δώσω».

Οι υπόλοιποι έσκασαν στα γέλια βλέποντάς τους να μπαίνουν στο εργαστήριο, υπό τον ήχο φτερουγισμάτων και αναφωνημάτων. Ο Χρήστος κοιτώντας το βιβλίο που διάβαζε πριν έρθουν οι καλεσμένοι, χαμογέλασε πονηρά και είπε «Έχεις ακουστά τον Γρηγόρη Δημακόπουλο; Μας εξιστορεί την ιστορία σας σε αυτούς τους πανέμορφους τόμους. Φαίνεται ότι ξέρει τι λέει».

«Μπα, δεν ξέρω ποιος είναι αυτός… Άσε, γεμίσαμε επίδοξους τραγουδοποιούς, χρονικογράφους και τροβαδούρους… Όλοι κάτι έχουν να πουν… Ευχαριστώ, αλλά δεν νομίζω πως ξέρει τι λέει. Μάλλον από κάπου θα την έχει ‘’ακούσει’’ την ιστορία!».

«Παρ’ όλα αυτά» συνέχισε ο Χρήστος «μέσα από τις σελίδες αυτών των τόμων γνωρίσαμε εντυπωσιακούς μύθους και θρύλους, εκτός από τις περιπέτειές σας. Υπάρχουν άλλοι τόμοι με περισσότερες πληροφορίες για τον κόσμο σας ή για άλλους κόσμους από τον χρονικογράφο σας, που θα δούμε στο μέλλον;».

 «Υπάρχουν συμβάντα του παρελθόντος που αξίζουν να δουν το φως του ήλιου, όπως για παράδειγμα ο θρύλος της Πορφυρής Βασίλισσας που τόσο πολύ αρέσει στον Χόουπ» απάντησε και χάιδεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιά του αγοριού. «Ποιος ξέρει, τι μέλει γενέσθαι… Θρύλοι υπάρχουν πολλοί».

«Τελικά φαίνεται ότι του αρέσει η γαλοπούλα» είπε ο Fantasy Wanderer μπαίνοντας στον χώρο, με τον Ρέι κουρνιασμένο στα χέρια του. «Ορίστε μικρούλη. Εδώ θα είσαι ζεστά και άνετα» συνέχισε και τον ξαναέβαλε στην τσέπη του Χόουπ, ενώ έδωσε στο αγόρι μια χαρτοπετσέτα με μερικές φέτες καπνιστής γαλοπούλας. «Αυτό θα τον ησυχάζει όταν τον πιάνει η πείνα».

«Όπως βλέπεις υπάρχουν πάρα πολλοί ήρωες από άλλους κόσμους. Γνωρίζεις κάποιους από αυτούς;» ρώτησε τον Λίαμ ο Χρήστος δείχνοντας τη μεγάλη βιβλιοθήκη. «Ποια βιβλία τους θα μας πρότεινες;».

«Αυτό εκεί το τρίτομο έργο, χμ, κάτι μου θυμίζει… Πώς λέγεται να δεις, δεν φαίνεται ο τίτλος από εδώ… Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών; Κάτι τέτοιο. Επίσης, μου αρέσει αυτό το βιβλίο με το τεράστιο σκουλήκι στο εξώφυλλο. Κι εκείνος εκεί ο βάρβαρος με τη βασιλική όψη, καλός είναι» είπε κι έπειτα κοίταξε το μικρό αγόρι. «Νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε».

Οι δυο τους σηκώθηκαν και χαιρέτησαν τους οικοδεσπότες του. Προτού, όμως, ανοίξουν την πόρτα, ο Αλέξανδρος ρώτησε κάτι τελευταίο τον Λίαμ.

«Πριν φύγετε, θα μας μάθεις κάποια από τις εντυπωσιακές κινήσεις σου με το σπαθί;».

«Παιδιά, χωρίς να θέλω να σας θίξω, είστε συμπαθέστατοι, όμως αρχικά πρέπει να περάσετε από το στάδιο ‘’ξύλινο σπαθί, ασπίδα και αμέτρητα παγωμένα πρωινά στο προαύλιο του Ράγκνορ’’, προτού να είστε έτοιμοι για να αδράξετε αληθινό ξίφος». Οι άνδρες χαμογέλασαν και τους αποχαιρέτησαν.

Η πόρτα άνοιξε ξανά και το πρώτο πράγμα που ένιωσαν, ήταν ο βαρύς μουχλιασμένος αέρας που χτύπησε το πρόσωπό τους. Ήταν ένα αίσθημα σαν βύθιση σε σκοτεινό νερό· το βαθύ, αδιαπέραστο έρεβος τούς τύλιξε απότομα, αφήνοντάς τους την αίσθηση πως τίποτα απ’ όσα είχαν μόλις βιώσει δεν ήταν αληθινό.

Ο Χόουπ και ο Λίαμ αλληλοκοιτάχτηκαν, βαθιά προβληματισμένοι.

«Τι έγινε, μπαμπά; Τι ήταν αυτό;» ψέλλισε. «Νιώθω λες και μόλις ξύπνησα…»

Εκείνος έξυσε τα γένια του, φανερά ταραγμένος, και σχολίασε: «Ας μην μπούμε ξανά εκεί μέσα. Βιώσαμε παραισθήσεις…»

Ο Χόουπ κατένευσε. Σίγουρα είχαν ανοίξει κάποιον θάλαμο με δηλητηριώδη αέρια, σαν αυτά που τρέλαναν τη Μέιν. Καλύτερα να έψαχναν αλλού τροφή για τον Ρέι.

Άξαφνα, αισθάνθηκε τον νεοσσό να κουρνιάζει στη χούφτα του και να γίνεται μια ολοστρόγγυλη μπάλα. Παράξενο· το μικρό αρπακτικό κοιμόταν μόνο όταν ήταν χορτάτο. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έπιασε το πακέτο με το περίεργο ωμό κρέας.

Γεμάτος περιέργεια, άγγιξε τα χείλη του, μην μπορώντας να αγνοήσει την αίσθηση πως και ο ίδιος ένιωθε την πείνα του κορεσμένη. Με περισσή έκπληξη διαπίστωσε πως τα χείλη του κολλούσαν! Κάτι παχύρρευστο είχε ξεραθεί στις άκριες τους. Η γεύση ήταν υπέροχη… ήταν σίγουρα ένα γλύκισμα αντάξιο να γίνει θρύλος…

Λίαμ
Λίαμ
Χόουπ
Χόουπ

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον Λίαμ και τον Χόουπ αποκτήστε την τριλογία επικής λογοτεχνίας “Η Εποχή των Θρύλων του συγγραφέα Γρηγόρη Κ. Δημακόπουλο.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

This will close in 0 seconds

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα