Πίνοντας καφέ με την Μπαφομέτα
Ο Fantasy Wanderer πίνει καφέ και συζητά με ήρωες της λογοτεχνίας του φανταστικού
Γράφει o Γιώργος Μπελαούρης σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Λειβαδιώτη και Χρήστο Κεσκίνη
Είχε ένα μειλίχιο χαμόγελο στα χείλη της και μία έκφραση απόλυτης ευδαιμονίας, σα να μην την απασχολούσε διόλου το γεγονός ότι ήταν ρακένδυτη. Η γριούλα στάθηκε δίπλα απ’ το άγαλμα, άνοιξε την χιλιοτσαλακωμένη σακούλα του σούπερ μάρκετ –όχι απ’ τις καινούριες, τις φτηνιάρικες, απ’ τις παλιές, αυτές που άντεχαν, τίποτα δεν το φτιάνανε καλά και να βαστάει πια– και χούφτιασε κάμποσο απ’ το βρεγμένο ψωμί. Το έβγαλε απ’ την σακούλα και το πέταξε στο γρασίδι. Περιστέρια άρχισαν να κατεβαίνουν σε ορδές από τον ουρανό, πεινασμένα και –ήθελε εκείνη να πιστεύει- γεμάτα ευγνωμοσύνη. Το χαμόγελό της πλάτυνε περισσότερο. Λες κι αυτή η ασχολία ήταν η μόνη που της έδινε κάποια χαρά πια. Ήθελε μόνο να ταΐζει τα πουλάκια…
Μόνο που υπήρχε ένα θεματάκι…
Δεν ήταν ευγενική γριούλα στα μάτια μου, αλλά κωλόγρια. Δεν ήταν πουλάκια, αλλά κωλόπουλα. Τα σιχαινόμουνα όσο δεν πάει. Δεν μπορούσαν να νιώσουν ευγνωμοσύνη, το έβλεπες στα κακιασμένα μάτια τους και στην άσχημη μούρη τους. Και το ακόμα χειρότερο: στην βάση του αγάλματος της συγκεκριμένης πλατείας, καθόμουνα εγώ. Και δεν είχα μόλις κάτσει, είχα ώρα. Τι σκατά; Κανένας σεβασμός; Δεν με είχε δει; Ναι, οκέι, δεν είχα την πραγματική μορφή μου, αλλά και πάλι, αυτή η πλήρης έλλειψη τάκτ για τον συνάνθρωπο –ναι, οκέι… συνδαίμονα;- μου άναψε τα λαμπάκια.
«Άραξε, ηρέμησε…» μουρμούρισα, ίσως λίγο δυνατότερα απ’ το να μονολογούσα απολύτως, μα η κωλόγρια παίζει να ήταν και βαρήκοη. Χούφτιασε κι άλλα ψίχουλα και άλλα και άλλα, και τα καταραμένα τα κωλόπουλα συνέχιζαν να έρχονται! Πόσα ήτανε πια; Από πού την εντόπιζαν; Έστελναν σήμα όσα ήδη έτρωγαν; Ποτέ δεν θα μάθω!
Ένα από την τελευταία ομάδα που είχε προσγειωθεί, ξεπουπουλιάστηκε και ένα πούπουλο μπήκε μέσα από την τρύπα του αλουμινένιου αναψυκτικού μου, κατευθείαν στο εσωτερικό, ακουμπώντας την υγρή επιφάνεια! Είπα να το αγνοήσω, αν και ήδη αναθεμάτιζα. Τότε όμως, ένιωσα κάτι άλλο υγρό στον σβέρκο μου και αυτό ήταν η σταγόνα που έκανε τον θυμό μου που κόχλαζε να ξεχειλίσει.
Κουτσουλιά, ρε σεις!
Και μη μου πείτε για γούρι, γιατί το επόμενο δευτερόλεπτο θα είμαι από πίσω σας, έτοιμη να σας ανασκολοπίσω! Ξέρω ποιοι με διαβάζετε κι αν θέλω, μπορώ να σας βρω…
«Μωρή βρώμα!» ούρλιαξα κι επιτόπου, κωλόγρια και κωλόπουλα, τυλίχτηκαν στις φλόγες. Μέρα μεσημέρι. Έξω από ένα μαγαζάκι.
Ουρλιαχτά, έντρομα βλέμματα, δείκτες να με σημαδεύουν, κινητά να βγαίνουν από τσέπες ή όντας ήδη εντός χειρών, να πηγαίνουν στην επιλογή της κάμερας.
«Ουπς…» μουρμούρισα και χάθηκα κι εγώ από μπροστά τους.
Άστους να ψάχνονται.
Στο γατάκι μου…
Κινήθηκα προς το εν λόγω μαγαζί –το όνομά του κόλλαγε με τα βιώματά μου κιόλας- μα περνώντας την πόρτα του, η κάλυψή μου χάθηκε. Οπλές, κέρατα, μουσάκι, όλα εμφανή. Πάλι καλά, δεν επηρέασε το τζιν και τοπάκι μου. Κοίταξα γύρω μου, μεσαιωνική εσάνς αν και πολύ καθαρό. Και ξέρω από μεσαίωνα, τα νιάτα μου τα έφαγα τότενες να ‘ουμ!
«Τί… τί είσαι εσύ;» με ρώτησε ο άνθρωπος πίσω από την ταμειακή και πρόσεξα ότι εκείνη την ώρα έπαιζαν Adyta μέσα στο μαγαζί. Η μπάντα που μανατζάρει ο θείος Άζι! Καρμικό;
Τον επεξεργάστηκα. Και αυτόν και τον φίλο του. Τους έριχνα μισό κεφάλι –χωρίς να μετράμε τα κέρατα- ενώ παραήταν τριχωτοί –αν και ούτε σε αυτόν τον τομέα με πιάνει να μιλάω. Φαίνονταν καλούληδες. Πιθανά θύματα; Θα έδειχνε… Στο στήθος τους είχαν ταμπελάκια με τα ονόματά τους. Αυτός που με είχε ρωτήσει, ήταν ο Αλέξανδρος.
Αν και με εκνεύρισε η ερώτηση, αποφάσισα να απαντήσω με πάσα ειλικρίνεια για να δω την αντίδρασή τους: «Δαιμόνι! Κόρη του Λούσιφερ και της Λίλιθ. Κολλητάρι των ναϊτών και ουδέτερο στο φύλο, αν και προτιμώ την θηλυκή εμφάνιση. Πιο πολλές επιλογές, στυλιστικά κι ενδυματολογικά. Πολύυυυυ πιο κοντά στην ιδιοσυγκρασία μου από το να ήμουν σαν εσένα…»
Τα στόματά τους κρέμασαν.
Όταν ξελαμπίκαραν, με ρώτησε ο Χρήστος: «Κα… κα… κάθισε. Καφέ;»
«Ωωωω, γλυκούλη! Ναι αμέ. Ελληνικό, κουπάτο, βρασμένον τίγκα να μοιάζει με γαλλικός. Μην σου κάνει φουσκάλες ή καϊμάκι. Σκέτος. Κι ένα κουταλάκι για να φάω μετά το κατακάθι. Οκέι;» το είπα για τρολάρισμα. Ήλπιζα όμως να τον φτιάξει. Δε θα με χάλαγε μετά το ενεργειακό που είχα πιο πριν η συγκεκριμένη παραγγελιά.
Ο Χρήστος έφυγε.
Ο Αλέξανδρος ακόμα με κοιτούσε.
Έκατσα και άναψα τσιγάρο. Πήγε να μου πει ότι απαγορεύεται, μα το ξανασκέφτηκε. Χαμογέλασα και περίμενα τον καφέ μου.
«Από πού μας έρχεσαι;» με ρώτησε επιστρέφοντας ο Χρήστος, βάζοντας τον καφέ μπροστά μου. Ίσως να σκεφτότανε την ερώτηση όσο έβραζε το μπρίκι. Χαμογέλασα με το τρακ τους.
Ήπια μια γουλιά, απόλαυσα την ζέστη του και απάντησα: «Από τα υπόγεια, ξες, εκεί κάτω, στα καζάνια. Είχα κάνει μια επίσκεψη στον ντάντι και είπα να ξανανέβω. Προτιμώ την επιφάνεια και τους ανθρώπους. Τα δαιμόνια μου σπάνε τα νεύρα ώρες-ώρες. Επίσης, η ανωνυμία είναι πολύ καλύτερη από το ‘’αααα, η κόρη του αφεντικού, αααα’’!» γέλασα και είδα κάποια λαμπάκια να ανάβουν πάνω από το κεφάλι του!
«Ώπα! Έχω διαβάσει για σένα σε αυτά τα βιβλιαράκια που έδινε το περιοδικό ‘’Αλλόκοσμες Ιστορίες’’. Πώς γνωρίζει ο Μπελαούρης τις περιπέτειές σου;»
Στο όνομα του ατάλαντου γραφιά ξίνισα τα μούτρα μου, αλλά αφού είχα αποφασίσει να τους τα πω όλα –πάλι καλά δεν έφεραν κανένα ευαγγέλιο να ακουμπήσω, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της αυτανάφλεξης, δεν ρισκάρουμε τέτοια χαΐρια- ανασήκωσα τους ώμους και είπα: «Έχει και βιβλιαράκι πάνω σε αυτό το θέμα, η ψωνάρα. Πάλι καλά του έχει βάλει τίτλο ‘’λούζερ’’, ταιριαστό αν με ρωτάς. Τον βρήκα πιτσιρίκι που λες, του έκανα δύο-τρία χουνέρια και όταν αποφάσισα να σταματήσω εγώ τις καταγραφές, του πήγα ένα μπαούλο με χειρόγραφα. Θα μπορούσα να του στείλω μέηλ ή να του δώσω κανένα στικάκι, αλλά έχει πλάκα έτσι. Μου αρέσει να τον παιδεύω…»
Μείναμε και οι τρεις για λίγο σιωπηλοί.
Εγώ απολάμβανα τον γκαϊφέ μου, εκείνοι σκέφτονταν τι να πουν.
Εν τέλει, ρώτησε ο Αλέξανδρος: «Έρχεσαι συχνά στον κόσμο μας;»
Το σκέφτηκα λιγάκι. «Ναι, η αλήθεια είναι ότι περνάω πάρα πολύ από τον χρόνο μου εδώ πάνω. Δεν μου κάνει και τόσο καλό. Αλλά το προτιμώ από τα καζάνια. Πιο πολύ χρώμα, πιο πολλές ψυχές να παίξεις. Εκεί κάτω ήδη μαδιούνται, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά…»
Τους είδα να στεναχωριούνται λίγο.
«Τι;» απόρησα.
«Ποιος ο λόγος για όλα αυτά που κάνεις στους ανθρώπους; Να φοβόμαστε… πολύ;» με ρώτησε ο Χρήστος.
«Ρε σεις, δεν είναι προσωπικό. Απλά… βαριέμαι! Ζω χίλια κάτι χρόνια, ξέρεις πόσος καιρός είναι αυτός; Πόσα χρόνια έχεις εσύ; Σαράντα; Σκέψου: κι εσύ βαριέσαι ώρες ώρες! Πολλαπλασίασε τα χρόνια, πολλαπλασίασε και την βαρεμάρα. Αν δεν μακελιάσεις, τι να κάνεις; Καλό και το σεξ, αλλά κι από αυτό έχω βαρεθεί. Οπότε, το καλύτερο από όλα είναι να τα συνδυάζεις. Αλλά και απλό σφαξίδι, άμα λάχει, δεν με χαλάει…»
«Σε έχουμε δει να κάνεις απίθανα πράγματα. Μέχρι που φτάνουν οι δυνάμεις σου;» Ο Αλέξανδρος ήταν αυτός, είχε φάση που το πηγαίνανε εναλλάξ, χα χα.
«Τα απλά είναι να επηρεάζω την ύλη, να αλλάζω την εμφάνισή μου, να δίνω σε κάποιον το χάρισμα της ψυχοπλάνης κλπ κλπ Τώρα, για την ερώτησή σου, τι να σου πω; Δεν ξέρω ακόμα. Ελάχιστες φορές με έχω εξαντλήσει… μαγικά μιλώντας.» ανασήκωσα τους ώμους. «Αν ποτέ κάνω κάτι καινούριο, θα πάρεις το μέμο από τον Μπελαούρη».
Σειρά του Χρήστου: «Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν περιπέτειές σου που δεν έχουμε δει. Να περιμένουμε, ίσως ένα βιβλίο κάποια στιγμή;»
«Να σου πω, ο γραφιάς μου έχει ολοκληρώσει περίπου εξήντα ακόμα ιστορίες μου. Δεν κάνω καν πλάκα! Δεν ξέρω πόσες είχε το μπαούλο, μα αυτές που θεωρεί ότι έχουν κλείσει είναι τόσες. Άλλο τώρα αν τις σκαλίζει συνέχεια, τις προσαρμόζει την μία μέσα στην άλλη ή τις μειώνει όσα θεωρεί ασήμαντα όποτε τις διαβάζει. Αν θα βγει βιβλίο, ΧΑ, δεν ξέρω τι να σου πω. Δεν είναι ότι βρήκα και καμία βεντέτα του χώρου να βγάζει όποτε θέλει και ό,τι θέλει. Ξέρεις πόσες απορρίψεις είχε δεχτεί από εκδοτικούς μέχρι να βγάλει τον Λειμώνα; Άστο… Αλλά έχει πολύ γέλιο να τον βλέπεις. Όσο χρονών και να πάει, ελπίζει και απογοητεύεται το ίδιο. Χα χα χα, τον βλάκα… Έχουν πολύ πλάκα οι θνητοί.»
Φάνηκαν αμήχανοι, οπότε ο Αλέξανδρος αποφάσισε να αλλάξει θέμα: «Αλήθεια, διαβάζεις καθόλου; Έχεις να μας προτείνεις κάποια βιβλία; Κάποιος συγγραφέας που σε έχει εκπλήξει τελευταία;»
Το σκέφτηκα για λίγο.
«Έχω χρόνια να ασχοληθώ σοβαρά με το διάβασμα, οπότε αν πρότεινα κάποιον θα σου έκανα λίστες ολάκερες με μακαρίτες. Γραφιάδες που είτε γνώρισα, είτε όχι. Από ζωντανούς, όμως, και από Έλληνες… χμ… θα σου πρότεινα τον Γιώργο Κωστόπουλο. Ό,τι και να διαβάσεις από αυτόν είναι αρκετά χεζμεντέν και ποιοτικό. Κάποιος άλλος δεν μου έρχεται κατά νου…»
«Ο Μπελαούρης;» πίεσε ο Χρήστος, ευγενικά.
«Ρε ποιος τον… Σχώρα με. Όχι, σκίπαρέ τον!»
Ήπια τον καφέ μου και άρχισα να παίρνω με το κουτάλι το κατακάθι. Είδα ότι από την αηδία ξέχασαν τι θέλανε να με ρωτήσουν. Χαμογέλασα κι άναψα άλλο ένα τσιγάρο. Με ρώτησε ο Αλέξανδρος: «Έχουμε ακούσει για τους Ψυχοπλάνους. Τί ακριβώς είναι αυτοί; Έχεις κάποιους αγαπημένους;»
«Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω απλά, αλλά να ξες: σε κάθε κανόνα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, σε κάθε σταθερά, παίζει και η ανωμαλία. Ουσιαστικά, αν ένας καλλιτέχνης ζει και αναπνέει για την Τέχνη του, ξυπνάει μέσα του το χάρισμα ό,τι δημιουργεί να έρχεται στην ζωή. Με παραφυσικές προεκτάσεις. Μερικές φορές, αυτό το χάρισμα, το δίνω δεξιά κι αριστερά για να δω τι θα γίνει. Έχει πλάκα πώς φρικάρουν και τι δημιουργούν ο καθένας. Τώρα αγαπημένοι… Από αυτούς που έχω γνωρίσει, θα έλεγε σίγουρα την Μίνα και την Λίνα και εξ’ αποστάσεως… την Εκλεκτή. Lenore Corpse την λένε και –ω ναι- θα ήθελα πολύ να την γνωρίσω μια μέρα! Κάτι, μέσα μου, μου λέει ότι θα συμβεί χαχαχα».
Ο Χρήστος, επιτέλους, φαινόταν να έχει χαλαρώσει κάπως όταν ρώτησε: «Τί να περιμένουμε από εσένα στο μέλλον;»
«Τίποτα χαχαχα Τί να σου πω ρε συ, οψόμεθα!» είπα, έσβησα το τσιγάρο μου μέσα στο κατακάθι και σηκώθηκα. Έκανα να φύγω, είδα όμως ότι τον είχα γοητεύσει τον γλυκούλη! Του έκλεισα τον μάτι και τον είδα να κοκκινίζει.
Γέλασα και γύρισα την πλάτη μου.
«Πριν μας αφήσεις, τί θα ζητούσες για να μας εκπληρώσεις μία-δύο χάρες; Φτάνουν δύο χαλασμένες ψυχές;» με ρώτησε ο Χρήστος.
Γύρισα προς το μέρος του.
«Ω, δεν υπάρχουν χαλασμένες ψυχές μαν μου… Και ο καφές, αρκεί!»
Του έστειλα ένα φιλάκι και με κατάπιαν οι φλόγες. Έπρεπε να την κάνω. Ελπίζω να μην έκαψα τίποτα από εκεί μέσα, δεν είναι εποχές αυτές για να βασανίζω έτσι άσκοπα τον κοσμάκη με ζημιές στις επιχειρήσεις τους. Αν είναι να κάνω ζημιές… προτιμώ να είναι πολύ χειρότερες!
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για την Μπαφομέτα αποκτήστε κάποιο τεύχος από το περιοδικό “Αλλόκοσμες Ιστορίες“, με το οποίο διανέμεται δωρεάν βιβλιαράκι με τις περιπέτειες της εκκεντρικής ηρωίδας του συγγραφέα Γιώργου Μπελαούρη.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.