Πίνοντας καφέ με τον Βίρα Ινίγκα
Ο Fantasy Wanderer πίνει καφέ και συζητά με ήρωες της λογοτεχνίας του φανταστικού
Γράφει ο Βασίλειος Ι. Μέγας σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Λειβαδιώτη και Χρήστο Κεσκίνη
Η σπηλιά ήταν μεγάλη, απίστευτα κρύα και υγρή. Μες στο μισόφωτο έβλεπε, άκουγε το παγωμένο νερό να στάζει απ’ τους σταλακτίτες – ενίοτε πάνω στο κεφάλι του – και δεν μπορούσε να μην εκνευρίζεται με την κατάσταση. Έπρεπε όμως να συνεχίσει την αναζήτηση του, όσο δύσκολη κι άβολη κι αν αποδεικνυόταν μέχρι στιγμής. Ήταν ο Βίρα Ινίγκα, ένας από τους ελάχιστους προστάτες της Χώρας της Όλδης, κι έπρεπε να συνεχίσει.
«Το αισθάνομαι» ψιθύρισε, βάζοντας αργά το χέρι του σε μία από τις τσέπες της πολύχρωμης περισκελίδας που φορούσε. «Είναι κοντά» πρόσθεσε κι έβγαλε έξω ένα διαμάντι που ακτινοβολούσε έντονα λευκό φως. Αφού το γυάλισε λίγο πάνω στο μαύρο του γιλέκο στη συνέχεια το ρώτησε: «Μπορείς να το δεις;»
Το διαμάντι που ήταν εργαλείο-όπλο και ταυτόχρονα πολύτιμος βοηθός του αεινού (μάγου) μιγά κάτι απάντησε μες στο μυαλό του. Ο Βίρα χαμογέλασε και πήγε να απαντήσει όταν ξαφνικά μια ισχυρή δόνηση άρχισε να ταρακουνάει συθέμελα το σπήλαιο.
«Εεε» κατάφερε να φωνάξει προτού το έδαφος υποχωρήσει και ο Βίρα Ινίγκα πέσει μέσα σε μια θεοσκότεινη τρύπα. Η παρατεταμένη του κραυγή έσκιζε σαν σειρήνα το σκοτάδι, και ο ίδιος φαινόταν για πέφτει για αρκετή ώρα αγνοώντας ότι το πηγάδι στο οποίο κατέβαινε βολίδα δεν ήταν τίποτα άλλο από μία κοσμική πύλη. Μία πύλη που τον μετέφερε με ασφάλεια, αν και όχι χωρίς μερικούς μικροτραυματισμούς στον πισινό του, σ’ ένα αλλόκοτο μέρος, σε μια χώρα πολύ, πολύ μακριά από την Όλδη.
Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε, καθισμένος στο πάτωμα, ήταν μια μεγάλη βιβλιοθήκη γεμάτη πολύχρωμα βιβλία, και ένα πλαίσιο διακοσμημένο με μουσικούς, στο κέντρο του οποίου εναλλάσσονταν γρήγορα και μαγικά πολλές γλαφυρές εικόνες με γενειοφόρους πολεμιστές. Ο Βίρα Ινίγκα έπιασε τον εαυτό του να χαζεύει αρκετή ώρα το πλαίσιο και τα βιβλία ολόγυρά του πριν γυρίσει να εξερευνήσει και τον υπόλοιπο χώρο. Πρόσεξε ότι ήταν νύχτα, όμως ο δυνατός φωτισμός από τους κρυφούς δαυλούς στην οροφή αποκάλυπτε πέτρινους τοίχους, θυρεούς, και μια ξύλινη πόρτα.
«Σε κάστρο είμαι;» αναρωτήθηκε φωναχτά και σηκώθηκε όρθιος. Και τότε τους είδε. Δύο άντρες με καλοσυνάτα πρόσωπα και ευγενικά βλέμματα να στέκονται μπροστά του. Φορούσαν κι οι δύο παράξενα ρούχα με τον έναν να έχει ένα σκούρο καπέλο σαν αναποδογυρισμένο σκάφος στο κεφάλι του, και τον δεύτερο να φέρει το παρουσιαστικό ενός περήφανου μαχητή του Βορρά. Κι οι δύο τον κοιτούσαν τώρα μ’ ένα εγκάρδιο και ειλικρινές χαμόγελο στα χείλη.
«Όχι, φίλε μου. Βρίσκεσαι στο κατάστημά μου. Τον Fantasy Wanderer» μίλησε πρώτος ο άντρας με το αλλόκοτο καπέλο, εκείνος που φαινόταν να είναι ο άρχοντας του οικήματος. «Κάθισε. Ποιος είσαι; Να προσφέρουμε ένα καφεδάκι;»
«Ονομάζομαι Βίρα Ινίγκα και είμαι μισός άνθρωπος, μισός βαλούριος, φίλτατοι. Και σας ευχαριστώ πολύ για τον καφέ. Παρεμπιπτόντως, μήπως σας βρίσκεται καμιά μπουγάτσα με κρέμα; Το αεινεικό μου διαμάντι μόλις με ενημέρωσε ότι οι μπουγάτσες είναι μία από τις πιο νόστιμες τοπικές λιχουδιές».
«Φυσικά. Πετάγομαι να σου φέρω» απάντησε καλοσυνάτα και πρόθυμα ο βόρειος πολεμιστής και βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το αλλόκοτο κάστρο.
«Μισός Βαλούριος; Τί ακριβώς είναι αυτό; Από πού μας ήρθες; Υπάρχουν πολλά τέτοια πλάσματα στον κόσμο σου;» ρώτησε ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης ή αλλιώς Fantasy Wanderer, όπως τον αποκάλεσε το διαμάντι, και άπλωσε το χέρι του δείχνοντας την κενή πολυθρόνα.
«Οι Βαλούριοι είναι… ήταν μία από τις αρχαίες φυλές της Χώρας της Όλδης» απάντησε ο Βίρα και κάθισε. «Έμοιαζαν αρκετά με αιλουροειδή και οι περισσότεροι ήταν αεινοί ή μάγοι όπως το αποκαλούσαν παλιά. Δυστυχώς, εγώ είμαι ο τελευταίος στον κόσμο που έχει Βαλούριο αίμα στις φλέβες του». Τέλειωσε τη φράση του και κάρφωσε το βλέμμα του στον αχνιστό, χάρτινο δέμα που κρατούσε ο Χρήστος Κεσκίνης, επιστρέφοντας. Του πρόσφερε το παραδοσιακό γλύκισμα, του οποίου η θεσπέσια μυρωδιά κανέλας και βανίλιας έφερε σάλια και στους τρεις.
«Ευχαριστώ πολύ δαγκωνοκράτς» απάντησε ο μιγάς, νιώθοντας στο έπακρο τις φιλικές προθέσεις των οικοδεσποτών του.
«Όπως καταλαβαίνουμε είσαι μάγος;» ρώτησε ο Χρήστος και άνοιξε μια αναδιπλούμενη καρέκλα δίπλα του. «Πώς απέκτησες τις δυνάμεις σου;».
«Γεννήθηκα μ’ αυτές τις δυνάμεις» απάντησε ο Βίρα μπουκωμένος και μόλις κατάπιε συνέχισε. «Θυμάμαι την πρώτη φορά που ανακάλυψα ότι ήμουν μάγος προσπαθούσα να ζεστάνω λίγο νερό στο τσουκάλι. Τα κούτσουρα όμως εκείνη την ημέρα είχαν πάρει αρκετή υγρασία για να μπορέσω να ανάψω φωτιά. Καθώς λοιπόν σκεφτόμουν πόσο ωραία θα ήταν να είχα μια εστία με φλόγες να τριζοβολούν, αίφνης από τα ακροδάχτυλα μου ξεπήδησαν πύρινες γλώσσες που όχι μόνο ζέσταναν το νερό, αλλά μαζί έκαψαν και την καλύβα στην οποία έμενα τότε».
«Οπότε καλύτερα να μη σκεφτόμαστε φλόγες και πυρκαγιές» είπε ο Αλέξανδρος στραβοκαταπίνοντας.
«Από που πηγάζει η μαγεία στον κόσμο σου;» ρώτησε με ενδιαφέρον ο Χρήστος.
«Η μαγεία ή αείνειον όπως το αποκαλούμε εμείς οι αεινοί είναι μια ανεξάντλητη ενέργεια που μας περιβάλλει. Από το πιο μικρό πράγμα στον κόσμο μέχρι το μεγαλύτερο αστέρι τα πάντα εμπεριέχουν μέσα τους το αείνειον. Για την ακρίβεια, τα πάντα γύρω μας είναι αείνειον» απάντησε σκούπιζοντας τα χέρια του στη μικρή χαρτοπετσέτα της συσκευασίας και τινάζοντας την άχνη από το αξύριστο πηγούνι του. «Εμείς λοιπόν οι μάγοι, δρώντας με βάση την διανοητική μας κατάσταση και τις περισσότερες φορές χρησιμοποιώντας έναν κατάλληλο διάμεσο εκμεταλλευόμαστε αυτή την ενέργεια για να δημιουργούμε πράγματα, να αμυνόμαστε, και δυστυχώς για μερικούς να κάνουν κακό».
«Μιας και το ανέφερες, στην τελευταία μας συνάντηση με έναν μάγο, νιώθαμε μία συνεχή απειλή» είπε ο Fantasy Wanderer σηκώνοντας το δεξί του φρύδι. «Ελπίζουμε με εσένα τα πράγματα να είναι διαφορετικά… Ποιες είναι οι προθέσεις σου;».
«Ω, δεν υπάρχει κανένα τέτοιο πρόβλημα απ’ την πλευρά μου. Είμαι φιλειρηνιστής και φιλήσυχος άνθρωπος. Τουλάχιστον όταν δεν αντιμάχομαι το κακό. Επίσης, οι βαλούριες αισθήσεις μου και το λευκό μου διαμάντι μού λένε πως εδώ δεν διατρέχουμε κανέναν κίνδυνο αμφότεροι».
«Είναι η αναζήτησή σου ένας μοναχικός δρόμος ή υπάρχουν σύντροφοι που σε στηρίζουν στον σκοπό σου;» συνέχισε τις ερωτήσεις ο Αλέξανδρος, ακουμπώντας αναπαυτικά στην πλάτη της πολυθρόνας του, χαλαρώνοντας αρκετά με τα τελευταία λόγια του αλλόκοσμου επισκέπτη του.
«Τις περισσότερες φορές είμαι μόνος μου στη μάχη ενάντια στο Κακό. Υπάρχουν όμως φορές που θα δεχτώ τη χείρα βοηθείας από άλλους. Την τελευταία φορά θυμάμαι, πολέμησα στο πλάι ενός ημίθεου πολεμιστή απ’ τον Βορρά προκειμένου να αποτρέψουμε το τέλος του κόσμου. Νομίζω ήμασταν μια πολύ καλή ομάδα. Ήταν βέβαια λίγο μουντρούχος κάποιες φορές, μα τι να πεις; Κι οι ημίθεοι έχουν τις παραξενιές τους».
«Ποια πιστεύεις ότι είναι η πηγή της κακίας στα πλάσματα του κόσμου σου;» ρώτησε ο Χρήστος, χαϊδεύοντας το μούσι του.
«Θα έλεγα το Άγνωστο Κακό, το οποίο παλεύω να εξοντώσω. Αν και πολλές φορές έχω εκπλαγεί από την αγνή κακία πλασμάτων που ουδεμία σχέση έχουν με την Μοχθηρή Οντότητα που βρίσκεται πάντα απέναντί μου».
«Γνωρίζεις ότι κάποιος χρονικογράφος γράφει τη ζωή σου; Τον λένε Βασίλη Μέγα. Έχεις να μας πεις κάτι για αυτόν;» Είπε ο Αλέξανδρος σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει το κλίμα, ενθυμούμενος τί είχε συμβεί στην προηγούμενη συνάντησή του με τον μάγο Άλαντορ.
«Ποιος είναι αυτός; Όχι, εντάξει, πλάκα κάνω. Γνωρίζω πολύ καλά ποιος είναι. Καλός άνθρωπος, λίγο μονόχρωμος βέβαια όπως κι εκείνος ο ημίθεος που ανέφερα προηγουμένως, αλλά σε γενικές γραμμές καλός και πιστός σ’ αυτό που κάνει. Αν διαβάζει αυτή τη συνέντευξη θα ήθελα να του το πω τα εξής: “Σταμάτα να με βάζεις να πεθαίνω με τόσο φρικτούς τόπους και κάνε επιτέλους το διαμάντι μου να φτιάχνει φαγητά που να μην είναι άνοστα”».
«Υπάρχουν ανείπωτες περιπέτειές σου που θα μας τις διηγηθεί ο χρονικογράφος σου στο μέλλον;» συνέχισε ο Αλέξανδρος, πίνοντας μια γουλιά από το σκαλιστό ποτήρι του.
«Σίγουρα. Ανάμεσα σε τόσες περιπέτειες που ακόμα δεν έχουν δημοσιευθεί με βάζει να εξερευνώ τον βυθό της θάλασσας, να επισκέπτομαι νεκροπόλεις και να μονομαχώ με τον Θεό της Φωτιάς. Πώς το καταφέρνει αυτό ανάθεμα κι αν γνωρίζω».
«Όπως βλέπεις υπάρχουν πάρα πολλοί ήρωες από άλλους κόσμους» είπε ο Χρήστος δείχνοντας τη μεγάλη πληθώρα βιβλίων πίσω του. «Γνωρίζεις κάποιους από αυτούς; Ποια βιβλία τους θα μας πρότεινες;».
«Να ‘ναι καλά το διαμάντι μου που συλλέγει καθημερινά πολλές πληροφορίες. Γνωρίζω τον κόσμο σας, κι επιτρέψτε μου φίλτατοι άρχοντες να σας προτείνω τις περιπέτειες του Άλαντορ Σίλντιμορ του Βασίλη Κρουστάλη, τα βιβλία του Γρηγόρη Κ. Δημακόπουλου, και φυσικά το έπος του Αλέξανδρου Λειβαδιώτη τον “Υπέρμαχο των Λησμονημένων Θεών”» είπε χαμογελώντας προς τον Fantasy Wanderer, το πρόσωπο του οποίου αποκτούσε μια ερυθρά απόχρωση. «Μια στιγμή όμως. Το διαμάντι μου μού λέει πως πρέπει να γυρίσω επειγόντως στην Όλδη. Το Κακό διαισθάνεται την απουσία μου και αρχίζει να σαλεύει επικίνδυνα. Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, αλλά θα πρέπει να επιστρέψω».
«Πριν φύγεις, φίλτατε Βίρα Ινίγκα, μπορείς να μας μάθεις κάποιο μαγικό κόλπο για γρήγορο διάβασμα; Γιατί τα βιβλία και οι κόσμοι είναι αμέτρητοι, μα ο χρόνος λίγος» τον ρώτησε ο Χρήστος με το βλέμμα του να μαρτυρά την απόγνωσή του.
«Δυστυχώς δεν έχω κανένα τέτοιο κόλπο εκτός αν έχετε κι εσείς κάποιο από τα γνωστά σε μας αεινεικά άνθη, τα οποία σας μεταφέρουν σε τοποθεσίες όπου ο Χρόνος κινείται αντίστροφα. Λειτουργούν κυριολεκτικά σαν χρονομηχανές και με έχουν βοηθήσει αφάνταστα να εξασκήσω τις δυνάμεις μου και να διαβάσω πολλά βιβλία» είπε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. Τίναξε την άχνη και τα κομματάκια σφολιάτας από τα ρούχα του και γύρισε προς τους οικοδεσπότες του. «Νομίζω όμως ότι ήρθε η ώρα να φύγω. Πέρασα τέλεια μαζί σας, φίλτατοι και σας εύχομαι κάθε επιτυχία σε ό,τι κι αν κάνετε. Γεια σας και εις το επανιδείν» και μ’ αυτά τα λόγια ο Βίρα Ινίγκα εξαφανίστηκε ως δια μαγείας – ή ως δια αεινείου όπως θα έλεγε κι ο ίδιος – κι επέστρεψε ταχύτατα στη μισογκρεμισμένη σπηλιά, κάπου στις νότιες περιοχές της Όλδης.
«Ναι, ήταν πολύ ωραία. Να ξαναπάμε καμιά μέρα, γιατί όχι;» είπε στο διαμάντι του μ’ ένα πλατύ χαμόγελο να φωτίζει τη μελαμψή του όψη. Αίφνης όμως συνοφρυώθηκε και τού απευθύνθηκε λίγο πιο σοβαρά: «Τι πράγμα; Πότε είπα εγώ ότι κάνεις άνοστο φαγητό; Λάθος άκουσες» Το διαμάντι τότε άρχισε να αναβοσβήνει σαν νευρική πυγολαμπίδα στήνοντας έναν έντονο τηλεπαθητικό διάλογο με τον μιγά αεινό, του οποίου τα λόγια άρχισαν να σβήνουν σιγά – σιγά όσο εκείνος προχωρούσε βαθύτερα μέσα στα σκοτεινά και ισοπεδωμένα έγκατα της γης. «Ναι, σκέφτηκα να φάω μερικά πιτόγυρα και τρίγωνα Πανοράματος, αφού το ξέρεις πόσο λιχούδης είμαι. Δεν είχαμε όμως καθόλου χρόνο. Τι εννοείς ότι μόνο το φαγητό έχω στο μυαλό μου;».
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον Βίρα Ινίγκα αποκτήστε ένα από τα βιβλία επικής λογοτεχνίας του συγγραφέα Βασίλειου Ι. Μέγα.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.