Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 41: Ρίκεντομ – Δρακοθεός του Πλούτου
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
O Ρίκεντομ είναι γιος του Κρίγκερ και της Φαττίγκα. Από τη στιγμή που είδε το φως του κόσμου, τα λέπια του έλαμπαν σαν καθαρός χρυσός. Ακόμη και τα βλέμματα των Δρακοθεών θαμπώνονταν μπροστά στη λάμψη του.
Μεγάλωσε στο απέραντο παλάτι της μητέρας του, χτισμένο από πράσινο μάρμαρο και στολισμένο με ποτάμια λιωμένου χρυσού που κυλούσαν ανάμεσα στις αίθουσές του. Εκεί έμαθε πως ο πλούτος δεν είναι απλώς απόλαυση, αλλά δύναμη. Η μητέρα του τον δίδαξε πως οι θησαυροί τραβούν ψυχές, σαν οι φλόγες τις νυχτοπεταλούδες. Ψυχές διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να γευτούν λίγο από το χρυσό σου.
Ο Ρίκεντομ δεν έβγαινε ποτέ έξω. Καθόταν μέρες ατελείωτες μέσα στο παλάτι, σκεπτόμενος τρόπους να αυξήσει τον πλούτο του. Οι υπηρέτες του θυμούνται τον νεαρό δράκο να κοιτάζει το χρυσάφι σωριασμένο γύρω του και να το μετρά ξανά και ξανά, όχι γιατί το είχε ανάγκη, αλλά γιατί του έδινε την αίσθηση ότι κρατούσε τον κόσμο στα νύχια του.

Όταν η μητέρα του εγκατέλειψε τον κόσμο των Δρακοθεών για να αναζητήσει τα μυστικά της μαγείας, του άφησε όλο της το βασίλειο. Το παλάτι, τα κοιτάσματα, τους θησαυρούς. Όλα έγιναν δικά του κι ο Ρίκεντομ ορκίστηκε πως κανείς ποτέ δεν θα του τα έπαιρνε.
Μα σύντομα γεννήθηκε κι η ανία. Ο Δράκος του Πλούτου δεν είχε πια τίποτα να επιθυμήσει. Κανένα κόσμημα, καμία πέτρα, καμία βασίλισσα των θνητών δεν του προκαλούσε ενδιαφέρον. Ώσπου μια μέρα, μέσα σε ένα συμπόσιο θεών, ανακάλυψε κάτι που θα του γέμιζε ξανά τη φλόγα. Ανακάλυψε τον τζόγο.
Οι Δρακοθεοί έπαιζαν παιχνίδια τύχης, ποντάροντας ουράνια πετράδια και φλόγες αιωνιότητας. Ο Ρίκεντομ μαγεύτηκε από την ιδέα. Το ρίσκο, η αγωνία, η νίκη τον έκαναν να νιώθει ξανά ζωντανός. Μα δεν μπορούσε να ανεχθεί την ήττα. Ούτε μία.
Έτσι γεννήθηκε το Φόρουτουρ, το Ραβδί της Τύχης. Το έπλασε μόνος του, από καθαρό χρυσό λιωμένο στις φλόγες του. Στην κορυφή του έβαλε το κεφάλι ενός δράκου, σκαλισμένο με τέτοια τέχνη που έμοιαζε ζωντανό. Και πράγματι, το ραβδί είχε συνείδηση. Χαμογελούσε κάθε φορά που η τύχη ευνοούσε τον Ρίκεντομ κι έβγαζε έναν βαθύ, μεταλλικό ήχο κάθε φορά που κάποιος επιχειρούσε να τον εξαπατήσει.
Με το Φόρουτουρ στο πλευρό του, ο Δράκος του Πλούτου δεν έχανε ποτέ. Στα τραπέζια των θεών, στις ζαριές των δράκων, ακόμη και στις δοκιμασίες και τις μάχες, ο Ρίκεντομ πάντα έβγαινε νικητής. Οι Δρακοθεοί άρχισαν να τον αποφεύγουν, βλέποντας πως η τύχη είχε πάψει να είναι τυφλή. Είχε αποκτήσει αφέντη.
Ο Ρίκεντομ όμως διψούσε για παιχνίδι. Δεν άντεχε τη μοναξιά της σιγουριάς. Άφησε τους ουρανούς και κατέβηκε στη Μόντεργιορντ. Εκεί μεταμορφωνόταν σε άνθρωπο, συνήθως πλούσιο έμπορο ή περιπλανώμενο άρχοντα, και έψαχνε για αντιπάλους σε καπηλειά, λιμάνια και σκιερές αγορές.
Όποιος έπαιζε μαζί του, καταστρεφόταν. Κανείς δεν μπορούσε να νικήσει τον χρυσό ξένο με το δρακόμορφο ραβδί στο χέρι. Όσοι προσπάθησαν να τον εξαπατήσουν, εξαφανίστηκαν από προσώπου γης, σαν να τους κατάπιε το ίδιο το χρυσάφι. Οι φήμες λένε πως το Φόρουτουρ γελούσε εκείνη τη στιγμή με ένα μεταλλικό, κρυστάλλινο γέλιο που αντηχούσε στους δρόμους, σκορπώντας τρόμο στους κλέφτες.
Λένε επίσης πως κάθε φορά που κέρδιζε, ένα νέο κόσμημα εμφανιζόταν στα λέπια του, σαν η ίδια η τύχη να τον στόλιζε. Στην πιο τρομερή του μορφή, ο Ρίκεντομ δεν είναι απλώς δράκος. Είναι βουνό από χρυσάφι που ανασαίνει και κάθε ανάσα του πλημμυρίζει τις ψυχές των ανθρώπων με όνειρα και ανάγκη για πλούτη.
Οι θεοί τον φθόνησαν, μα κανείς δεν τόλμησε να του πάρει το Φόρουτουρ. Ο ίδιος ο Κρίγκερ, όταν έχασε σε μονομαχία μαζί του, γλιστρώντας σε λάσπες, είχε πει πως ο Ρίκεντομ δεν είναι Δρακοθεός του Πλούτου. Είναι ο δεσμοφύλακας της Τύχης, έχοντάς την δεμένη με χρυσές αλυσίδες. Μιας παλιά θεότητα των ανθρώπων, που την αιχμαλώτισε μέσα στο ραβδί του και ότι κάθε χαμόγελο του Φόρουτουρ είναι κραυγή απόγνωσης της θεάς που δεν μπορεί να ελευθερωθεί.
Σήμερα, λέγεται πως ο Ρίκεντομ περιπλανιέται ακόμη στις ταβέρνες και στα καπηλειά της Μόντεργιορντ, μεταμφιεσμένος σε πλούσιο άρχοντα με ραβδί στο χέρι και μάτια σαν λιωμένο μέταλλο. Αν γελάσει όταν ρίξεις το ζάρι, έχεις χάσει, κι αν χαμογελάσει το ραβδί του, η ψυχή σου ανήκει πλέον στο χρυσάφι.

Ο Ρίκεντομ παρουσιάζεται ως χρυσός δράκος με μάτια σαν δύο πύρινες λίρες. Τα φτερά του λαμποκοπούν σαν αστραφτερά φύλλα μετάλλου και κάθε κίνησή του γεμίζει τον αέρα με τον ήχο κερμάτων που πέφτουν.
Αποκαλείται Δρακοθεός του Πλούτου, Άρχων του Χρυσού, Κύριος της Τύχης.
Δόγμα
Οι ακόλουθοί του λατρεύουν το ρίσκο, τη νίκη και την απόκτηση πλούτου με κάθε τρόπο. Πιστεύουν πως ο χρυσός είναι η θεϊκή ουσία της δημιουργίας, και ότι όσο περισσότερα κατέχεις, τόσο πιο κοντά βρίσκεσαι στην αθανασία.
Η απώλεια, η φτώχεια και η ελεημοσύνη θεωρούνται αδυναμία, ενώ ο τζόγος είναι για εκείνους ιεροτελεστία. Κάθε ρίψη ζαριού είναι προσευχή προς τον Άρχοντα του Χρυσού. Μα γνωρίζουν πολύ καλά πως η εύνοιά του είναι επικίνδυνη. Γιατί η τύχη του Ρίκεντομ πάντα ζητά αντίτιμο. Κι αυτό δεν είναι ποτέ χρυσός.
Ιερείς και Ναοί
Οι κληρικοί του Ρίκεντομ φορούν μεταξωτούς χιτώνες με χρυσό διάκοσμο και βαριά κοσμήματα. Μιλούν ευγενικά, μα η φιλοξενία τους κοστίζει ακριβά.
Οι ναοί του είναι φτιαγμένοι από πράσινο μάρμαρο, με χρυσά φύλλα και πολύτιμους λίθους που αστράφτουν στο φως. Στο κέντρο βρίσκεται το χρυσό άγαλμα του Δρακοθεού και μπροστά του ένα τραπέζι γεμάτο νομίσματα και ιερά αντικείμενα.
Κανείς δεν μπαίνει χωρίς να πληρώσει. Και όσοι χάνουν ό,τι έχουν, δεν φεύγουν ποτέ.

Αφήνουμε πίσω μας τον Δρακοθεό του Πλούτου, τον Ρίκεντομ, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε την Δρακοθεά του Θανάτου, την Ντόντεν…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
							
							
                    
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.