 
    Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 40: Κόνστεν – Βάρδος των Δρακοθεών
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Η Κόνστεν είναι κόρη του Κρίγκερ και της Φρέντεν. Από τη γέννησή της έδειξε πως ήταν προικισμένη με χάρη και ταλέντο πέρα από κάθε άλλη θεότητα. Οι φωνές των ανέμων, το θρόισμα των φύλλων, το βουητό της φωτιάς, όλα ήταν μουσική στ’ αυτιά της. Και πάνω σε αυτή συνέθετε πανέμορφες μελωδίες, κάνοντάς τη γη να ανθίσει και τα βουνά να τραγουδήσουν.
Όσο μεγάλωνε, τόσο η φήμη της εξαπλωνόταν. Κανένας θεός, κανένας δράκος, δεν μπορούσε να αντισταθεί στο τραγούδι της. Οι μελωδίες της γίνονταν ύμνοι στους ουρανούς, ενώ οι ψαλμωδίες της μπορούσαν να κάνουν τα ποτάμια να αλλάξουν ροή και τα πουλιά να σωπάσουν για να την ακούσουν. Γρήγορα απέκτησε τον τίτλο Βάρδος των Δρακοθεών και κάθε γιορτή άρχιζε και τελείωνε με τη φωνή της.
Όμως η Κόνστεν δεν ήταν μόνο μουσικός. Με τα χέρια της έπλαθε εντυπωσιακές μορφές. Ζωγράφιζε πίνακες ζωντανούς, που τα μάτια τους σε ακολουθούσαν και τα χρώματά τους άλλαζαν με το φως. Έπλαθε αγάλματα που έμοιαζαν να αναπνέουν, και όποιος τα άγγιζε, ορκιζόταν πως ένιωθε καρδιά να πάλλεται κάτω από το μάρμαρο. Το παλάτι της έλαμπε από τεχνουργήματα κι οι Δρακοθεοί συνωστίζονταν για να ζητήσουν έργα της ή έστω να την ακούσουν να τραγουδάει.

Ωστόσο, μέσα της υπήρχε ανησυχία. Ένιωθε πως η τέχνη δεν είχε νόημα αν έμενε μόνο ανάμεσα στους θεούς. Ήθελε να τη χαρίσει στους θνητούς, να δει τη δημιουργία της να εμπνέει ανθρώπους και ξωτικά. Έτσι, αποφάσισε να φτιάξει ένα έργο που θα ένωνε τη θεϊκή με τη θνητή φύση. Από το χρυσαφένιο φως του ήλιου και τα δάκρυα της αυγής έπλασε ένα Κύπελλο. Ένα έργο τόσο τέλειο που οι Δρακοθεοί έμειναν άναυδοι όταν το είδαν. Η ομορφιά του ήταν μοναδική, όπως και η δύναμή του. Όποιος έπινε από αυτό, αποκτούσε ένα ψήγμα από το ταλέντο της, μια σπίθα δημιουργίας.
Με απέραντη αγάπη, το προσέφερε στους θνητούς. Το παρέδωσε στον Αέναεθ Γκαλάνμιον, τον σοφό βασιλιά των Ξωτικών, λέγοντάς του:
«Πιες, κι ας τραγουδήσει η ψυχή σου όπως τραγουδά η φύση. Μα να θυμάσαι! Το χάρισμα είναι ευλογία μόνο όταν δεν ζητάς να το κατέχεις μόνο εσύ».
Ο βασιλιάς, γεμάτος θαυμασμό, ήπιε πρώτος. Κι αμέσως, τα δάχτυλά του άρχισαν να κινούνται με δεξιοτεχνία πάνω στο φλάουτο του προσωπικού του βάρδου. Μια θεϊκή μελωδία πλημμύρισε το δάσος, τόσο καθαρή και όμορφη που έκανε τους κατοίκους του να πλησιάσουν δακρυσμένοι και μαγεμένοι. Μα η ομορφιά γεννά πάντα και φθόνο. Όλοι όσοι ανήκαν στον τεράστιο όχλο που μαζεύτηκε γύρω του, θέλησαν να πιούν από το Κύπελλο.
Επικράτησε πανδαιμόνιο. Το μανιασμένο πλήθος προσπάθησε να φτάσει το ποτήρι, ενώ οι φρουροί μάταια προσπαθούσαν να το συγκρατήσουν. Ο ίδιος ο βασιλιάς, προσπαθώντας να προστατεύσει το ιερό αντικείμενο, έπεσε κάτω και ποδοπατήθηκε μέχρι θανάτου, μαζί με εκατοντάδες Ξωτικά. Το ποτήρι έπεσε και κύλησε μέσα στο λουτρό αίματος.
Η Κόνστεν έστεκε στην Ντράγκσαρ, βλέποντας τη φρίκη που είχε προκαλέσει η ίδια. Η φωνή που γεννούσε χαρά, τώρα είχε σπείρει θάνατο. Η τέχνη της ήταν η αιτία να χυθεί το αίμα εκατοντάδων θνητών.
Πέταξε κάτω και έδωσε τέλος στην φρενίτιδα. Όσοι είχαν επιβιώσει και συνέχιζαν να παλεύουν για την κατοχή του ιερού κειμηλίου, έλιωσαν στο δυνατό της φως. Η Δρακοθεά πήρε το Κύπελλο από τα χέρια των νεκρών και το κοίταξε. Για πρώτη φορά δεν είδε ομορφιά. Δεν είδε γαλήνη.
Έκλεισε τα μάτια κι ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλό της. Με τα ίδια της τα νύχια, χάραξε στο στόμα της το σύμβολο της σιωπής και σφράγισε τη φωνή της. Δεν ήταν άξια να ξανατραγουδήσει, να νιώσει πλέον χαρά.
Πέταξε στις άκρες του κόσμου, στους κρυμμένους τόπους της Μόντεργιορντ, κι εκεί, μέσα σε έναν αόρατο, μεταβαλλόμενο ναό, έκρυψε το Κύπελλό της. Κανείς θεός, κανείς θνητός δεν θα μπορούσε να το βρει, αν δεν το άξιζε.
Έκτοτε, η Αρχόντισσα της Μουσικής σωπαίνει. Κάθε δειλινό στέκει στην κορυφή των βράχων της Ντράγκσαρ, κοιτώντας τη Δύση. Οι άνεμοι φυσούν γύρω της κουβαλώντας τη μελωδία που δεν μπορεί πια να τραγουδήσει.
Κάποιοι λένε πως ο αόρατος, μετακινούμενος ναός, όπου η Κόνστεν έκρυψε μέσα του το Κύπελλό της, θα εμφανιστεί μόνο όταν η τελευταία νότα του τραγουδιού που ερμήνευσε ο βασιλιάς των Ξωτικών, ξαναπαιχτεί από έναν πιστό βάρδο της Δρακοθεάς. Και τότε, ο ουρανός θα γεμίσει χρώματα και η Μόντεργιορντ θα ξανακούσει τη φωνή της. Τη θεϊκή μελωδία που θα απαλλάξει τον κόσμο από το σκοτάδι και τις αρρώστιες.

H Κόνστεν παρουσιάζεται ως κόκκινος δράκος, με πάντα κλειστό το στόμα του.
Αποκαλείται Δράκαινα της Τέχνης, Αρχόντισσα της Μουσικής, Βάρδος των Δρακοθεών, Σιωπηλή Δρακοθεά.
Δόγμα
Οι ακόλουθοί της θεωρούν τη σιωπή υπό το φως του ήλιου ιερή. Λατρεύουν τις τέχνες και προσπαθούν πάντοτε να διευρύνουν τις γνώσεις τους γύρω από αυτές.
Ιερείς και Ναοί
Οι κληρικοί της Κόνστεν, ντυμένοι με κόκκινους μανδύες, ομιλούν μόνο από τη δύση έως την αυγή. Η ημέρα είναι αφιερωμένη στη σιωπή, σύμβολο του όρκου της.
Οι ναοί είναι πέτρινοι. Μέσα τους, στο φως του ήλιου, επικρατεί σιωπή, ευλάβεια και κατάνυξη. Μα με τη δύση του, η ατμόσφαιρα γεμίζει χαρά και τέχνη. Παντού ηχούν όργανα και τραγούδια, όχι για να καλέσουν τη Δρακοθεά, αλλά για να της θυμίσουν πως δεν την ξέχασαν.

Αφήνουμε πίσω μας την Βάρδο των Δρακοθεών, την Κόνστεν, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον Δρακοθεό του Πλούτου, Ρίκεντομ…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
 
 
							 
							 
                    
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.