
Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 37: Φαττίγκα – Δρακοθεά της Φτώχειας
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
H Φαττίγκα είναι κόρη του Γιόρντσκαλβ και της Ίσεν. Από την πρώτη της ανάσα, η μικρή δράκαινα ένιωσε μέσα της κάτι που δεν ανήκε στην ύλη ή στο αίμα των γονιών της. Μια αόρατη ενέργεια, ένα ρεύμα που κυλούσε κάτω από τα λέπια της και έκανε τον αέρα να σπινθηρίζει. Δεν γνώριζε τότε ότι αυτό που την καλούσε ήταν η μαγεία. Η ίδια δύναμη που έδωσε μορφή στον κόσμο της Μόντεργιορντ.
Καθώς μεγάλωνε, η Φαττίγκα απομακρυνόταν από τα αδέλφια και τους συγγενείς της. Δεν την ενδιέφεραν οι μάχες, ούτε οι στρατοί των θνητών που οι άλλοι Δρακοθεοί παρακολουθούσαν σαν παιχνίδι. Εκείνη προτιμούσε τη σιωπή, τα βιβλία και τους ψιθύρους των ανέμων στις κορφές των απόκρημνων βουνών. Εξασκούνταν μέρες ολόκληρες, σηκώνοντας βράχους με το βλέμμα, παγώνοντας τον αέρα γύρω της, πλάθοντας φλόγες μόνο με τη θέλησή της.

Η τέχνη της μεγάλωνε μαζί της, και σύντομα κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τη δύναμή της. Οι θνητοί τη λάτρευαν ως σοφή και οι Δρακοθεοί θαύμαζαν τη δεξιοτεχνία της. Την αποκαλούσαν Δίποδο Δράκο, γιατί είχε πια μάθει να στέκεται στα δύο της πόδια, σαν να είχε αποτινάξει κάθε ζωώδες ένστικτο, κάθε δέσμευση της φύσης. Στα μπροστινά της πόδια κρατούσε πια ραβδί. Ένα μακρύ ευθύ κοντάρι από κρύσταλλο και ορείχαλκο, εργαλείο και όπλο μαζί, προέκταση της θέλησής της. Μόνο ένας δεν εντυπωσιαζόταν από αυτό που είχε καταφέρει να γίνει. Ο πατέρας της.
Ο Γιόρντσκαλβ, τραχείς και περήφανος, δεν έβλεπε τη μαγεία ως αρετή, αλλά ως αδυναμία. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να ξεπεράσει τον αδελφό του Γιορντ και να αποδείξει την ανωτερότητά του. Δεν είχε μάτια για τη κόρη του που προσπαθούσε να του δείξει τι είχε μάθει, ούτε λόγια για να την ενθαρρύνει. Η αδιαφορία του ήταν το πρώτο ρήγμα μέσα στην ψυχή της. Κάθε ξόρκι που μάθαινε, κάθε γνώση που κατακτούσε, της θύμιζε ότι ο πατέρας της δεν θα τη θεωρούσε ποτέ αντάξια. Κι όμως, συνέχιζε.
Η δύναμή της σύντομα τράβηξε την προσοχή του Κρίγκερ, του Δρακοθεού του Πολέμου. Εκείνος είχε μόλις χωρίσει από τη Φρέντεν, τη Δρακοθεά της Ειρήνης, και αναζητούσε νέα ένωση. Όχι από αγάπη, αλλά από θαυμασμό και πρόκληση. Όταν είδε τη Φαττίγκα να ρίχνει αστραπές μόνο με το βλέμμα, γοητεύτηκε. Εκείνη, από την άλλη, είδε στον Κρίγκερ τη φλόγα που της έλειπε. Την ωμή δύναμη που δεν χρειάζεται γνώση για να επιβληθεί.
Η ένωσή τους υπήρξε θυελλώδης, μα σύντομη. Από αυτήν γεννήθηκαν τρεις νέοι Δρακοθεοί. Ο Ρίκεντομ, η Ντόντεν και ο Μπράντεν. Μα η αγάπη ανάμεσα στους δύο θεούς δεν άντεξε. Ο Κρίγκερ βυθίστηκε ξανά στους πολέμους των θνητών, οδηγώντας στρατούς και καταστρέφοντας βασίλεια στο όνομά του, ενώ η Φαττίγκα έμεινε πίσω, στο πολυτελές της παλάτι, ανάμεσα στα παιδιά και στα κοσμήματα που ο άντρας της της έφερνε για να την κατευνάσει.
Ολόκληρες εποχές πέρασαν. Η μαγεία, που κάποτε ήταν η πνοή της, έσβησε. Το ραβδί της παρέμενε αχρησιμοποίητο, σκονισμένο. Αντί για ξόρκια, άρχισε να συλλέγει πολύτιμους λίθους και μέταλλα, να στολίζει το παλάτι και τον εαυτό της, να μετράει τα πλούτη της όπως κάποτε μέτραγε τη μαγεία στον αέρα. Ήταν όμορφη, μα ένιωθε κενή. Σαν άγαλμα στολισμένο, χωρίς ψυχή.
Ώσπου έφτασε η μέρα που ο πατέρας της, ο Γιόρντσκαλβ, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Ντράγκσαρ και να ζήσει μόνιμα στο Χελβέτε. Δεν την αποχαιρέτησε, δεν της μίλησε. Έφυγε όπως πάντα, σιωπηλός, σαν να μην την είχε ποτέ του αγαπήσει. Μα η είδηση αυτή ράγισε τη Φαττίγκα.
Έκλεισε τις πύλες του παλατιού, διέταξε τις φλόγες να σβήσουν και τα κοσμήματα να μείνουν ανέγγιχτα. Κατάλαβε τότε πως όσα είχε αποκτήσει ήταν ανούσια. Πως η γνώση που είχε χάσει ήταν η μόνη αληθινή περιουσία και την είχε αφήσει να σβήσει. Έτσι, μια αφέγγαρη νύχτα, πήρε το ραβδί της και άφησε πίσω τα παιδιά της, τον σύζυγό της, και ό,τι την κρατούσε δέσμια στον κόσμο της χλιδής.
Πέταξε μακριά, προς τη Μπέργκματ, τη διάσταση των βουνών. Εκεί, στις χιονισμένες κορυφές και στα βαθιά λαγούμια, βρήκε την ησυχία που ζητούσε. Έχτισε μόνη της ένα μικρό καταφύγιο από πέτρα και ξύλο, γυμνό από στολίδια, μα γεμάτο από παλιές περγαμηνές, σύμβολα και μαγικούς κύκλους.
Ξανάρχισε να εξασκείται. Όχι για να εντυπωσιάσει, όχι για να αποκτήσει δύναμη, όχι για να κερδίσει την εύνοια του πατέρα της. Εξασκούταν για να θυμηθεί ποια πραγματικά ήταν. Έμαθε να μετατρέπει τη σκόνη σε φως, να κάνει τα βράχια να σαλεύουν, φλόγες να ξεπηδούν μέσα από τη γη. Η μαγεία της δεν ήταν πια επίδειξη δύναμης, αλλά ένας τρόπος προσευχής, ευλάβειας. Κι έτσι γεννήθηκε η Δρακοθεά της Φτώχειας, ξεγυμνωμένη από κοσμήματα, μακριά από παλάτια.

Η Φαττίγκα παρουσιάζεται ως καφέ δράκος, ο οποίος περπατά στα δυο του πόδια και κρατά ένα ευθυτενές ραβδί.
Αποκαλείται Δρακοθεά της Φτώχειας, Απομονωμένη Δρακοθεά, Δίποδος Δράκος, Αρχόντισσα της Μαγείας.
Δόγμα
Οι ακόλουθοί της αφήνουν πίσω τα πλούτη τους και περιπλανιούνταν, αναζητώντας γνώση και αλήθεια. Λυπούνται και μισούν τους πλούσιους, καθώς τους θεωρούν ότι έχουν χάσει τον δρόμο τους.
Ιερείς και Ναοί
Οι ναοί της, κτισμένοι ψηλά στα βουνά, είναι απλοί, σχεδόν γυμνοί. Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει αν δεν αφήσει όλα του τα υπάρχοντα στην πύλη. Μέσα, στο ιερό, βρίσκεται ένα ξύλινο άγαλμα της θεάς με τα χέρια απλωμένα, όχι για να δεχτεί προσφορές, αλλά για να τις απορρίψει. Εκεί, οι φτωχοί νιώθουν πλούσιοι, και οι πλούσιοι φτωχοί.
Η Φαττίγκα δεν ζητά λατρεία. Ζητά κατανόηση. Η μαγεία της δεν χαρίζει εξουσία, αλλά σοφία. Και όσοι την ακολουθούν, ξέρουν πως η φτώχεια δεν είναι στέρηση — είναι απελευθέρωση από τα δεσμά του εγωισμού. «Όποιος δεν έχει τίποτα, κατέχει τα πάντα…».

Αφήνουμε πίσω μας την Δρακοθεά της Φτώχειας, Φαττίγκα, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον Τυφλό Δρακοθεό, Τόρκαν…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.