
Η Γέννηση του Κόσμου – Μέρος 3: Η Εποχή των Θεών – Δεύτερη Εποχή
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Η Νάιρα άνοιξε τα μάτια της και αντίκρυσε με τρόμο τι είχε κάνει. Τα πάντα γύρω της ήταν κατεστραμμένα. Ο κόσμος, που με τόση προσπάθεια είχε δημιουργήσει ο άνδρας της, έστεκε καμένος.

Με ανακούφιση αντιλήφθηκε πως οι απόγονοι των παιδιών της είχαν επιβιώσει, όπως επίσης κι ένα μικρό μέρος των φυλών που είχαν οι ίδιοι δημιουργήσει. Αλλά, αμέσως ο νους της πήγε στον Άζριμ. Το βλέμμα της καρφώθηκε στις ρωγμές που είχαν χαράξει τη γη, ελαττώνοντας την αντοχή της φυλακή του, κι αμέσως η καρδιά της γέμισε φόβο. Ο οργισμένος πατροκτόνος αδημονούσε να ελευθερωθεί από τα δεσμά του για να πάρει την εκδίκησή του.
Μην έχοντας άλλη επιλογή και νιώθοντας τις δυνάμεις της να την έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά εγκαταλείψει, η Θεά της Φύσης γέννησε δύο πανίσχυρους Δράκους, τον Γκόντχετ και την Ιλβίχα. Τους πήρε στην αγκαλιά της και φύσηξε πάνω τους τις αναμνήσεις της, ζητώντας από τους νέους απογόνους της να ξαναπλάσουν τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της δημιουργίας του Ντούρσον. Κι έπειτα, βυθίστηκε σε έναν ακόμα μακροχρόνιο, βαθύ ύπνο.
Ο Γκόντχετ και η Ιλβίχα ξεκίνησαν αμέσως να πραγματοποιούν την επιθυμία της μητέρας τους και κατάφεραν να επαναφέρουν στην αρχική εικόνα τον κόσμο του Πρώτου Θεού.
Μόλις τον ολοκλήρωσαν, κάλεσαν όσους επιβίωσαν της πτώσης των αστεριών να κατοικήσουν τη νέα γη και τότε ξύπνησαν τη Νάιρα. Μόλις η Θεά αντίκρυσε το έργο τους, παρατήρησε αμέσως την ομοιότητα με τον κόσμο όπου γεννήθηκε και δάκρυσε, γεμίζοντας τη δημιουργία των παιδιών της με ποτάμια και λίμνες γλυκού νερού. Η ευτυχία κι η ειρήνη, όμως, για άλλη μια φορά δεν κράτησε για πάντα.
Στο τέλος της Δεύτερης Εποχής, στη Μόντεργιορντ, όπως ονομάστηκε η νέα γη, κυριαρχούσαν τα έξι βασίλεια. Ο βασιλιάς του μεγαλύτερου, που άνηκε στη φυλή των Ανθρώπων, ο Φίανορ Γκόρντορενς, έπεισε τους βασιλιάδες των Νάνων και των Ξωτικών να συγκροτήσουν έναν μεγάλο στρατό και να περάσουν τη βόρεια, βαθιά χαράδρα, όπου σήμερα βρίσκεται ο ποταμός Έαρμαρκ, για να κατακτήσουν τις βόρειες εκτάσεις, του σημερινού Χελβέτε. Πρόσχημά του, η ασφάλεια της Μόντεργιορντ. Η πραγματική αιτία, όμως, ήταν τα πλούσια σε πολύτιμους λίθους, εδάφη. Οι κληρικοί κάνανε σωστά τη δουλειά τους, καθώς και τα έξι βασίλεια λάτρευαν τους Μεγάλους Γηραιούς, τους Δρακοθεούς, φανατίζοντας τους πολεμιστές με υποσχέσεις για αιώνια ζωή δίπλα στους θεούς τους, κάνοντάς τους να διψούν για αίμα αλλόθρησκων.

Ξεκίνησε, λοιπόν, ο στρατός κατασκευάζοντας τρεις γέφυρες, οι οποίες διέσχιζαν την χαράδρα, και αφού τις πέρασε, ξεκίνησε να σφάζει και να λεηλατεί τα χωριά των άγριων φυλών, που συναντούσε στο διάβα του, ωθώντας τους προς την απόκρημνη, βόρεια οροσειρά, η οποία ονομάστηκε αργότερα, τα Βουνά της Ντόντεν. Φτάνοντας στα ριζά τους και ενώ η αρχική συμφωνία ήταν να σταματήσουν εκεί, ο Φίανορ αποφάσισε να συνεχίσει την εκστρατεία, ανεβαίνοντας στα αφιλόξενα όρη. Ο βασιλιάς των Ξωτικών, Έλενορ Άραβιν, που διέταξε το στρατό του να υποχωρήσει και να στρατοπεδεύσει νότια της χαράδρας, και ο βασιλιάς των Νάνων, Τόρκερος Θάντερμπιν, που στρατοπέδευσε στα ριζά των βουνών, άφησαν τον Αλαζόνα βασιλιά, όπως ονομάστηκε έπειτα από εκείνη τη μέρα, να συνεχίσει μόνος του.
Η δίψα για δύναμη και δόξα του Φίανορ και ο φανατισμός των χιλίων πεντακοσίων ανδρών του τον ανάγκασαν να πάρει την λανθασμένη απόφαση. Σαν ποντίκια, που καθοδηγούνταν από το ένστικτο της πείνας, παγιδεύτηκαν και εξοντώθηκαν από τρεις παντοδύναμους δαίμονες, αρχαίους κατοίκους της βόρειας οροσειράς. Από τη ζωτική ενέργεια των άτυχων Ανθρώπων, τα ανίερα πλάσματα δυνάμωσαν και κατάφεραν να επικοινωνήσουν με την ίδια τη Δρακοθεά του Θανάτου, Ντόντεν, που την είχε καταραστεί η Μεγάλη Δρακοθεά Μορ να μην μπορεί να αντικρύσει το φως του ήλιου, παγιδεύοντάς την στη διάσταση των δαιμόνων, τη Σβάρτματτ. Το μαύρο κεφάλαιο της ιστορίας του κόσμου, μόλις είχε ξεκινήσει να γράφεται.
Μία πανίσχυρη έκρηξη δημιούργησε το Ηφαίστειο του Γιόρνσκαλβ, το οποίο εκτίναξε στον ουρανό τεράστιες ποσότητες τέφρας και σκόνης, καλύπτοντας τον ήλιο. Μια πύλη, που ένωνε τις δύο διαστάσεις, άνοιξε και ορδές δαιμονικών πλασμάτων ξεχύθηκαν στην επιφάνεια σκορπώντας τρόμο και θάνατο, καθώς η σκιά έπνιγε το Χελβέτε. Οι Νάνοι και οι λίγοι διασωθέντες του Ανθρώπινου στρατού υποχωρούσαν προς την χαράδρα, πολεμώντας, ενώ το Ηφαίστειο συνέχιζε να ξερνά τέφρα και σκόνη, μεγαλώνοντας και ωθώντας το μαύρο σύννεφο που κάλυπτε τον ήλιο, προς το Νότο.
Οι άγριες φυλές, οι οποίες είχαν κρυφτεί από τη μανία του στρατού του Αλαζόνα Βασιλιά, τάχθηκαν στο πλευρό των δαιμόνων και άρχισαν να εκδικούνται οποιονδήποτε κάτοικο των έξι βασιλείων συναντούσαν στο διάβα τους. Στη χαράδρα, από τους δύο χιλιάδες Νάνους έφτασαν μόνο οι πεντακόσιοι, ενώ από τους Ανθρώπους δεν έφτασε κανένας. Ενώθηκαν με τα Ξωτικά και με ενισχύσεις που ανέβηκαν από το Νότο βλέποντας την καταστροφή, πραγματοποιώντας τη Μεγάλη Υπεράσπιση, πάνω στις τρεις γέφυρες. Η σκιά, όμως, που πλησίαζε τη χαράδρα έφερνε μαζί της παντοδύναμα πλάσματα, τα οποία κανένας θνητός δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Η χάρη των Δρακοθεών έσβησε και οι κληρικοί απώλεσαν τις δυνάμεις τους. Η Μόντεργιορντ ήταν καταδικασμένη χωρίς τους θεούς της, χωρίς κανέναν προστάτη. Το σχέδιο της Ντόντεν φαινόταν αψεγάδιαστο, αλλά η Νάιρα δεν είχε εγκαταλείψει ακόμα τη μάχη.
Ένα ισχυρός σεισμός ταρακούνησε τη γη, γκρεμίζοντας όλες τις γέφυρες εκτός από την μεσαία, προμηνύοντας τη γέννηση του μεγάλου Μαχητή Ίλουρ. Μέσα από τη μήτρα της Μητέρας Γης ξεχύθηκε νερό, δημιουργώντας στη θέση της βαθιάς χαράδρας, τον ποταμό Έαρμαρκ. Αστραπές φώτισαν τον ουρανό, ενώ εκκωφαντικοί ήχοι συνόδευσαν την εμφάνιση του νέου θεού, μέσα από τα κρυστάλλινα νερά. Μια δέσμη φωτός, η οποία πήγαζε από πάνω του, διέλυσε τα μαύρα σύννεφα, ελευθερώνοντας το πανίσχυρο φως του ήλιου. Ο Σωτήρας των Θνητών, Ίλουρ, στέφθηκε θεός της Μόντεργιορντ, στέλνοντας τη Ντόντεν, ύστερα από μια τρομερή μάχη, πίσω στη διάστασή της. Η Τρίτη Εποχή, η Εποχή του Φωτός, ήταν γεγονός.

Ένας νέος, ελπιδοφόρος ήλιος έλουσε τη γη, αποδυναμώνοντας τα πανίσχυρα πλάσματα του δαιμονικού στρατού. Οι υπερασπιστές, που αναδιοργάνωσαν την άμυνά τους πάνω στη Γέφυρα της Μεγάλης Υπεράσπισης, απέκρουαν τις ορδές των άγριων φυλών, καθώς πίσω τους χτιζόταν ένα μεγάλο οχυρό. Οχτώ κύκλοι του φεγγαριού πέρασαν μέχρι να ολοκληρωθεί η οχύρωση και κάθε μέρα η υπεράσπιση γινόταν όλο και πιο δύσκολη, καθώς χιλιάδες Άνθρωποι, Νάνοι και Ξωτικά έπεφταν νεκροί από τη θανατερή μανία των άγριων, ανίερων πλασμάτων, τα οποία αν και αποδυναμωμένα, διψούσαν ακόμα για αίμα. Όταν η Μεγάλη Πύλη ολοκληρώθηκε, οι υπερασπιστές πέρασαν στη νότια πλευρά, αφήνοντας το Χελβέτε πνιγμένο στη σκιά, ώσπου η ιστορία να ολοκληρώσει τον κύκλο της και ένας νέος Αλαζόνας Βασιλιάς να προκαλέσει ξανά την τύχη των θνητών.
Εδώ τελειώνει και το τρίτο μέρος της Γέννησης του Κόσμου, ολοκληρώνοντας έτσι την εισαγωγή του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Αφήνουμε πίσω, την καταστροφή του κόσμου και τον Αλαζόνα Βασιλια, ώστε από την επόμενη φορά να γνωρίσουμε τον κάθε θεό ξεχωριστά και να μάθουμε την ιστορία του, ξεκινώντας από τη Μητέρα Όλων, Νάιρα…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.