
Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 20: Μπράντχατ – Άρχων των Πυρογιγάντων
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Ο Μπράντχατ γεννήθηκε στα βάθη του κόσμου, στα ανήλιαγα λαγούμια, όπου η Νάιρα είχε οδηγήσει τον γιο της, Άζριμ, για να γλιτώσει από την μανία του πατέρα του, Ντούρσον. Εκεί, στα έγκατα της γης, μακριά από το φως της μητέρας του, ο Πέτρινο Βασιλιάς έπλαθε πλάσματα από πέτρα, σίδερο και φλόγα, πλημμυρισμένος από οργή και φθόνο. Κι έτσι, έδωσε μορφή και στον Μπράντχατ.
Ο Μπράντχατ ήταν ο πρώτος από μια γενιά πλασμένων στρατηγών, προορισμένων να οδηγήσουν τις πέτρινες λεγεώνες του Άζριμ ενάντια στον αδελφό του, Κέρντριμ, και σε όποιον σταθεί εμπόδιο στον δρόμο του.
Όταν ανδρώθηκε, τελειώνοντας με την βάρβαρη και σκληρή εκπαίδευση του δημιουργού του, ο Άζριμ τον έντυσε με μια αγκαθωτή πανοπλία, σφυρηλατημένη από απομεινάρια των πρώτων αποτυχημένων δημιουργιών του. Ο θρύλος λέει πως οι αιχμές που την καλύπτουν εσωκλείουν τις κατακρεουργημένες ψυχές των πλασμάτων που απέτυχαν να ικανοποιήσουν την οργή και τη δίψα για αίμα του Πέτρινου Βασιλιά. Μια πανοπλία ανάμνηση της σκληρής αποστολής του Μπράντχατ, φτιαγμένη από σίδερο, πέτρα και μίσος. Χρειαζόταν, όμως, κι ένα όπλο.
Ξεκίνησε να ψάχνει στα έγκατα της γης το κατάλληλο μέταλλο για να σφυρηλατήσει το σπαθί του. Μα όσο να έσκαβε, τίποτα δεν τον ικανοποιούσε, ώσπου το έδαφος άρχισε να σείεται. Τα πάντα γύρω του κατέρρεαν κι ο ίδιος θαβόταν όλο και πιο βαθιά. Ο Άζριμ είχε σκοτώσει τον πατέρα του και η Νάιρα τον φυλάκιζε στην αιώνια φυλακή του.

Ο Μπράντχατ προσπαθούσε να κρατηθεί, αλλά συνέχισε να πέφτει σε ατέρμονες χαράδρες και σκοτεινές αβύσσους, ώσπου επιτέλους προσέκρουσε σε σταθερή, τραχιά πέτρα. Φρικτό πόνο γέμισε το κορμί του, αλλά ένιωσε ανακούφιση που έληξε η μακρά πτώση του. Γρήγορα, όμως, κατάλαβε πως τα βάσανά του δεν είχαν τελειώσει.
Λάβα και τεράστιες φλόγες πλημμύριζαν τον χώρο γύρω του. Η αφόρητη ζέστη έκανε την πανοπλία του να αρχίσει να λιώνει και να γίνεται ένα με τη σάρκα του. Ούρλιαξε από πόνο και απελπισία, συνειδητοποιώντας πως βρισκόταν στην Μπράντσουρτ, την αρχαία κόλαση, που φτιάχτηκε από το αίμα του Τιτάνα, πολύ πριν οι θεοί περπατήσουν στη γη.
Ο Μπράντχατ ξεκίνησε να περιπλανιέται, ψάχνοντας διαφυγή, όταν βρέθηκε μπροστά σε ένα σπήλαιο. Έτρεξε μέσα κι εκεί, ανάμεσα σε θρύμματα αρχαίων οστών, το είδε. Ένα αντικείμενο, σαν πέτρα, που ακτινοβολούσε μίσος. Ένα δόντι του ίδιου του Σκορ.
Σα νυχτοπεταλούδα υπνωτισμένη από τη φωτιά τη νύχτα, ο Μπράντχατ βημάτισε προς αυτό και το πήρε στα χέρια του. Αρχαία γνώση και δίψα για αίμα τον κατέκλυσε. Από το δόντι του Σκορ σφυρηλάτησε το Άλντσβαρντ, το στέμμα του, σημάδι του Άρχοντα της Μπράντσουρτ, και το Έλντσβαρντ, το μακρύ σπαθί του, που και τα δύο φλέγονται από το αιώνιο μίσος του για τους εχθρούς του δημιουργού του.
Με το πέρασμα του καιρού, ο Μπράντχατ, θέλοντας να μοιάξει τον πατέρα του, έπλασε τους Πυρογίγαντες, οι οποίοι ξεχύθηκαν στην Μόντεργιοντ, βρίσκοντας ως ευκαιρία την δημιουργία της Ερήμου των Δράκων. Με το αίμα και τον πόνο των φυλών που λεηλάτησαν και σκότωσαν, σφυρηλάτησαν το νέο τους βασίλειο, το οποίο ονόμασαν Μπράντσουρτ, τιμώντας τον Άρχοντά τους.
Η λαίλαπα της νέας αυτοκρατορίας κατέκαιγε τα πάντα στο διάβα της, κατακτώντας όλα τα εδάφη νοτιοδυτικά της οροσειράς Λουμινέσσας, μα όταν κατευθύνθηκε βόρεια, ένα νεοσύστατο βασίλειο τερμάτισε την επέλαση. Οι Παγογίγαντες, τα δημιουργήματα του αδελφού του Μπράντχατ, του Ίσενχατ, κατάφεραν να αντισταθούν στους Πυρογίγαντες, ξεκινώντας έναν ατέρμονο και αιώνιο πόλεμο, ανάμεσα στο Μπράντσουρτ και το Βίντεραν.

Ο Μπράντχατ παρουσιάζεται με αγκαθωτή πανοπλία, κραδαίνοντας το Έλντσβαρντ, το πανίσχυρο φλεγόμενο σπαθί του. Στο κεφάλι φοράει την φλεγόμενη κορώνα του, ενώ στο πλάι του βρίσκονται πάντα οι δύο Ξάγρυπνοι˙ οι πιστοί του φύλακες, ο Ράντσλα και ο Σκρακ.
Ο Ράντσλα ήταν κάποτε ένας Νάνος σιδηρουργός, που βλέποντας τους Πυρογίγαντες να προελαύνουν προς το χωριό του, προτίμησε να το βάλει στα πόδια, αντί να προειδοποιήσει τους συγχωριανούς του. Ο Μπράντχατ, καθοδηγούμενος από το αιώνιο μίσος του για τη φυλή των Νάνων, καθώς τους θεωρούσε αδύναμους που δεν αντέδρασαν στην φυλάκιση του Άζριμ, τον καταράστηκε σε αιώνια αϋπνία και υπακοή, μετατρέποντάς τον σε άβουλο λαγωνικό, τον πρώτο Ξάγρυπνο.
Ο Σκρακ ήταν Παγογίγαντας. Παραδόθηκε εκούσια στον Άρχοντα των Πυρογιγάντων, θεωρώντας πως η φυλή του δεν θα είχε καμία τύχη απέναντί τους. Ο Μπράντχατ τον δέχθηκε στην Μπράντσουρτ και του πρόσφερε την ιερή του φλόγα. Μα μόλις την άγγιξε, ο Σκρακ έχασε τη βούλησή του και μετατράπηκε στον δεύτερο Ξάγρυπνο.
Οι δυο φύλακες του θρόνου δεν κοιμούνται, δε μιλούν, δε σκέφτονται. Υπηρετούν τυφλά και σφαγιάζουν οποιονδήποτε πλησιάσει τον Άρχοντά τους χωρίς την έγκρισή του. Όταν ξημερώσει η Σβάρνταγκ και ο Πέτρινος Βασιλιάς απελευθερωθεί, ο Ράντσλα και ο Σκρακ θα προελαύσουν στο πλευρό του Άρχοντά τους, με τους στρατούς των Ξάγρυπνων. Τάγματα φτιαγμένα από τις ψυχές των νεκρών πιστών του δημιουργού των Πυρογιγάντων.
Ο Μπράντχατ αποκαλείται Άρχων των Πυρογιγάντων, Εκλεκτός του Σκορ, Κάτοχος της Φλόγας του Μίσους
Δόγμα
Οι ακόλουθοί του μισούν τους Νάνους και τους Παγογίγαντες και αποζητούν την εξάπλωση του Μπράντσουρτ. Πιστεύουν πως αν ζήσουν έτσι, μετά το θάνατό τους θα γίνουν μέλη των στρατών των Ξάγρυπνων.
Ιερείς και Ναοί
Ο Αρχικληρικός του Μπράντχατ κατέχει και την εξουσία του Μπράντσουρτ. Οι ναοί είναι χτισμένοι σα φρούρια και στο ιερό τους υπάρχει το άγαλμα του θεού, καθισμένο στον θρόνο του και φρουρούμενος από τους Ξάγρυπνους.

Αφήνουμε πίσω μας τον Άρχων των Πυρογιγάντων, Μπράντχατ, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον αδελφό του, τον Άρχοντα των Παγογιγάντων, Ίσενχατ…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.