FWB: Αποτέλεσμα Olaf Dragonrod vs Aragorn II – Elessar (Μεγάλος Τελικός)
Fantasy Wanderer’s Battles
Το αποτέλεσμα του Μεγάλου Τελικού έχει γραφτεί από την οπτική τού κάθε ήρωα ξεχωριστά. Την οπτική του Όλαφ την γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης και του Άραγκορν ο Χρήστος Κεσκίνης.
Οπτική Όλαφ. Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
«Συγχαρητήρια, Υπέρμαχε των Λησμονημένων Θεών. Ο τελικός σε περιμένει…».
Η αλλόκοσμη φωνή χάθηκε μέσα στις ιαχές του όχλου, οι οποίες σιγά σιγά μετατρεπόντουσαν σε ένα απλό βουητό. Κοίταξε την άμορφη μάζα που στιγμές πριν ήταν το κεφάλι του αντιπάλου του και ένα γιατί βάρυνε το στέρνο του.
Πόσο ακόμα αίμα θα βάψει τα χέρια μου;
Έφερε την παλάμη του στον λαιμό του. Αιμορραγούσε ακόμα, ενώ ο ώμος του του χάριζε άπλετο πόνο.
Μια ντουζίνα φρουρών εμφανίστηκε γύρω του και του έφραξαν κάθε πιθανή οδό διαφυγής, εκτός από αυτή που τον οδηγούσε πίσω στο κελί του. Σήκωσε το σφυρί του, έτοιμος να επιτεθεί σε οποιονδήποτε από αυτούς έκανε το λάθος να τον πλησιάσει, αλλά η μελαγχολική και γαλήνια φωνή της στο μυαλό του, τον έκανε να κατεβάσει το όπλο του και να υπακούσει στις διαταγές τους.
«Μην αντιστέκεσαι, νεαρέ Στάμγκαστερ. Τα όπλα σου και οι μύες σου δε μπορούν να βλάψουν αυτά τα όντα».
«Ποιοι είναι;», ρώτησε καθώς κατευθυνόταν προς την σκοτεινή καμάρα.
«Έχουν πολλά ονόματα, ανάλογα με την καταγωγή εκείνου που τα περιγράφει», του απάντησε, για άλλη μια φορά, αινιγματικά. «Κάποιοι τους αποκαλούν απλά φρουρούς των Θεών, ενώ κάποιοι άλλοι Ανώτερα Όντα. Μερικοί τους λένε Αγγέλους, άλλοι Βαλκυρίες κι άλλοι Δαίμονες. Όπως κι αν τους ονομάζουν, η αποστολή τους είναι πάντα η ίδια. Να υπακούουν και να πραγματοποιούν το θέλημά Τους».
Έκατσε με ορμή στο σκληρό κρεβάτι τού κελιού του, ενώ πίσω του έκλεινε η καγκελόπορτα. Ένιωθε το κεφάλι του έτοιμο να σπάσει και οι μύες του εκλιπαρούσαν για λίγη ξεκούραση.
«Πού είμαι; Τί είναι αυτό το μέρος;», ρώτησε κλείνοντας τα μάτια του. «Για ποιον τελικό μιλάνε;».
«Υπομονή και όλα θα ξεκαθαρίσουν σε λίγο, νεαρέ Φαραχάιμγιορντ», αποκρίθηκε η Ενβίνιαν κι ένας γλυκός και συνάμα ανήσυχος ύπνος τον κυρίευσε.
«Είμαι πολύ περήφανος για σένα, γιε μου». Η φωνή, που σχεδόν είχε ξεχάσει, αντήχησε στα παλάτια του ύπνου του.
Πατέρα…
Ο επιβλητικός ιππότης, Σερ Άντορ, έστεκε μπροστά του χαμογελώντας. Στα χέρια του κρατούσε το σφυρί του, σαν τότε, τη μέρα που έκλεινε τα δέκατα γενέθλιά του, που του είχε χαρίσει το πανέμορφο όπλο του.
Ο Όλαφ άπλωσε τα χέρια του και μόλις έσφιξε τη δερματόδετη λαβή του στις παλάμες του, άκουσε τη νεανική φωνή του συντρόφου του.
«Όλα θα ήταν πιο εύκολα αν είχες το τόξο που σου χάρισα, αλλά ξέρω… δε χρησιμοποιείς το όπλο των δειλών».
Σήκωσε το βλέμμα του και τον είδε να ακουμπάει σε έναν κορμό δέντρου. Τα μάτια του έλαμπαν πάνω από τα έντονα ζυγωματικά του, ενώ το κορμί του ήταν καλυμμένο από την πρασινωπή του πανοπλία.
Έλισαρ…
Σκοτάδι έπνιξε τα πάντα γύρω του, μόλις κατευθύνθηκε προς το Ξωτικό. Σήκωσε το σφυρί του, αλλά ένιωσε αδύναμος, απροστάτευτος. Το στέρνο του βάρυνε. Γέμιζε με δυσκολία τα πνευμόνια του.
Ενβίνιαν…
Σήκωσε το βλέμμα του και είδε τα άψυχα μάτια της Μάικα να τον κοιτάνε. Γύρω της έστεκαν οι υπόλοιποι επισκέπτες του ύπνου του. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά τα πόδια του δεν υπάκουαν το θέλημά του. Οι μύες του παρέμεναν ακλόνητοι, σα ζωντανό άγαλμα, και ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκκαλιά του στη φρικτή θύμηση. Και τότε, ένας μαυροφορεμένος άνδρας εμφανίστηκε από το πουθενά μπροστά του. Ξεθηκάρωσε το μακρύ σπαθί του κι αφού το έφερε στο στέρνο του, άρχισε να το μπήγει αργά στη σάρκα του.
Άνοιξε τα μάτια του, ουρλιάζοντας. Βρισκόταν στο κελί του. Οι πληγές του για άλλη μια φορά είχαν γιατρευτεί, χωρίς να αφήσουν καμία ουλή. Σα να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Ο αχός του πλήθους τον ανάγκασε να σηκωθεί και να κατευθυνθεί προς την μεταλλική καγκελόπορτα. Κοίταξε μέσα από τα ανοίγματά της και είδε τις κερκίδες της Αρένας ξανά γεμάτες.
Έμειναν εδώ από χθες; Ποιοι είναι;
Προσπάθησε να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά τους, αλλά το μόνο που ξεχώριζε ήταν πρόσωπα γεμάτα οργή και ανυπομονησία για αίμα.
«Κυρίες και Κύριοι. Άνθρωποι, Ξωτικά, Νάνοι αλλά και είδη που έχετε εξαφανιστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η ώρα του Μεγάλου Τελικού έφτασε. Από τη μία έχουμε τον Στάμγκαστερ Όλαφ Ντράγκονροντ, γιο του Μπιόρν Ντράγκονροντ, αρχηγό των Φαραχάιμγιορντ, της φυλή της Αρκούδας και προστατευόμενο του Σερ Άντορβιλ Φρόντμιρ, άρχοντα-ιππότη του Βάττενφορτ. Κατάφερε να αποκλείσει τον Τζον Σνόου, Γκίμλι, Κάτιμπρι και μπροστά στα μάτια σας σκότωσε τον Φινγκόλφιν.
»Από την άλλη ο Άραγκορν Έλεσσαρ Τέλκονταρ. Βασιλιάς των Ανθρώπων του Ενωμένου Βασιλείου της Μέσης Γης. Γνωστός σαν ο τελευταίος Ντουνεντάιν, η Φλόγα της Δύσης, αλλά και Γοργοπόδαρος. Είναι εδώ αποκλείοντας τους Σάντορ Κλεγκέιν, Μπέρεν, Κόναν και, όπως είδαμε στον ημιτελικό, τον βασιλιά Μπρούενορ. Μόνο ένας θα βγει νικητής από την Αρένα του Θανάτου…».
Η καγκελόπορτα κινήθηκε και πάτησε ξανά στην άμμο της αρένας. Από την απέναντι πόρτα διέκρινε μια μορφή ενός μαυροφορεμένου άνδρα, ο οποίος στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ σπαθί. Αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν. Βίωσε ξανά τον πόνο, όπως στο όνειρό του και προσκάλεσε με ένα μουγκρητό την Οργή των Δράκων. Τα βλέμματά τους κλείδωσαν πριν ξεκινήσουν και οι δύο να εφορμούν σφίγγοντας τα όπλα τους.
Ενβίνιαν, Μάικα, πατέρα… Δε θα σας απογοητεύσω ξανά…
Οπτική Άραγκορν. Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
Ο Άραγκορν προσπάθησε να αντισταθεί όταν μια ντουζίνα φρουροί ήρθαν και τον οδήγησαν πίσω στο πέτρινο κελί του. Μα μετά από δύο μόλις χτυπήματα κατάλαβε ότι το Άντουριλ δεν τους πλήγωνε. Αλλά περνούσε μέσα από τα κορμιά τους λες και ήταν άυλα πνεύματα. Ένιωσε ξανά τον φόβο του Μονοπατιού των Νεκρών και αφέθηκε στους φρουρούς του. Άλλωστε ποιο το νόημα να αντιστέκεται; Σύντομα όλα θα τελείωναν. Αισθανόταν κουρασμένος σωματικά, μα κυρίως ψυχικά. Δεν ήξερε αν θα άντεχε να αντιμετωπίσει και άλλους εχθρούς. Αλλά ήξερε ότι έπρεπε να σταθεί και πάλι ανάμεσα στη Σκιά και τους Ελεύθερους Ανθρώπους.
Ο ύπνος τον τύλιξε πριν καν το κεφάλι του ακουμπήσει στα σκληρά μαξιλάρια του κρεβατιού του. Η Άργουεν ήταν η πρώτη που τον επισκέφτηκε στον κόσμο των ονείρων.
«Άραγκορν, αγάπη μου, η Σκιά δεν έχει επικρατήσει ακόμη. Την έδιωξες μία φορά οδηγώντας μια χούφτα ανθρώπους στην ελευθερία. Θα την αποτελειώσεις για άλλη μια φορά επικρατώντας. Όσο παραμένεις ζωντανός, υπάρχει ελπίδα…», είπε με τη μελωδική της φωνή, πριν χαθεί και πάλι στις σκιές των ονείρων.
Οι επόμενοι που ήρθαν ήταν οι Λέγκολας και Γκίμλι.
«Δεν τα καταφέραμε. Εσύ ήσουν πάντα ο οδηγός μας. Εσύ είσαι ο βασιλιάς που χρειάζεται ο λαός να ακολουθήσει για να μην επικρατήσει αυτή η νέα Σκιά που πλανάται πάνω από τον κόσμο. Κράτα την Συντροφιά. Μείνε αληθινός σ’ εμάς», του είπαν με ένα στόμα…
«Αν με τη ζωή μου ή τον θάνατό μου μπορώ να προστατεύσω τους ανθρώπους, θα το κάνω…», προσπάθησε να απαντήσει, μα η φωνή δεν έφτασε στα αυτιά τους πριν εξαφανιστούν.
Τη θέση τους πήρε ο Φρόντο. Τον κοίταξε με το χαμόγελο που είχε όταν τον πρωτογνώρισε, πριν φέρει την σχεδόν ακατόρθωτη αποστολή του σε πέρας.
«Κι εγώ ευχόμουν το δαχτυλίδι να μην είχε έρθει ποτέ στα χέρια μου. Μα οι Βάλαρ επέλεξαν διαφορετικά! Έτσι με έκαναν να καταλάβω ότι είχα δύναμη μέσα μου. Δύναμη που δεν φανταζόμουν καν πως διέθετα. Πληγώθηκα από μαχαίρι, κεντρί και δόντια! Ήθελα να ξεκουραστώ, να αφεθώ. Σε καταλαβαίνω Άραγκορν, μα πρέπει να βρεις κι εσύ την δύναμή σου. Πρέπει να φροντίσεις τον επόμενο Φρόντο, όπως φρόντισες εμένα…».
Οι σάλπιγγες έκαναν τον Άραγκορν να ανοίξει τα μάτια του. Ήλιος φώτιζε το δωμάτιο από ένα μικρό παράθυρο.
Υπήρχε αυτό χθες; Ή μήπως με μετέφεραν αλλού;
Οι ιαχές έφταναν ακόμη και τώρα στα αυτιά του.
Δεν έφυγαν όλη νύχτα; Ή…; Είναι δυνατόν; Βρισκόμαστε σε ένα άχρονο μέρος…
Του είχε μιλήσει ο Γκάνταλφ για τέτοια μέρη, όταν επέστρεψε μετά την πτώση του. Για μέρη όπου ο χρόνος δεν έχει σημασία. Που χρόνος έχει σταματήσει και το μόνο που έχει σημασία είναι η μάχη σου. Και να βγεις νικητής. Όπως ο Γκάνταλφ με τον Μπάλρογκ…
Έπιασε το σπαθί του και σηκώθηκε. Άνοιξε την πόρτα και προχώρησε προς τα κάγκελα. Είδε στην κερκίδα ανθρώπους να ωρύονται. Σάλια έτρεχαν από το στόμα τους απαιτώντας αίμα. Το δικό του, του αντιπάλου του… Απλά αίμα…
«Κυρίες και Κύριοι. Άνθρωποι, Ξωτικά, Νάνοι αλλά και είδη που έχετε εξαφανιστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η ώρα του Μεγάλου Τελικού έφτασε. Από τη μία έχουμε τον Όλαφ Ντράγκονροντ, γιο του Μπιόρν Ντράγκονροντ, αρχηγό των Φαραχάιμγιορντ, της φυλή της Αρκούδας και προστατευόμενο του Σερ Άντορβιλ Φρόντμιρ, άρχοντα-ιππότη του Βάττενφορτ. Κατάφερε να αποκλείσει τον Τζον Σνόου, Γκίμλι, Κάτιμπρι και μπροστά στα μάτια σας σκότωσε τον Φινγκόλφιν».
Τον Γκίμλι; Μα πώς…
«Από την άλλη ο Άραγκορν Έλεσσαρ Τέλκονταρ. Βασιλιάς των Ανθρώπων του Ενωμένου Βασιλείου της Μέσης Γης. Γνωστός σαν ο τελευταίος Ντουνεντάιν, η Φλόγα της Δύσης, αλλά και Γοργοπόδαρος. Είναι εδώ αποκλείοντας τους Σάντορ Κλεγκέιν, Μπέρεν, Κόναν και, όπως είδαμε στον ημιτελικό, τον βασιλιά Μπρούενορ. Μόνο ένας θα βγει νικητής από την Αρένα του Θανάτου…».
Η καγκελόπορτα κινήθηκε και πάτησε ξανά στην άμμο της αρένας. Από την απέναντι πόρτα διέκρινε έναν θηριώδη κοκκινοτρίχη πολεμιστή. Ήταν ντυμένος με αλυσιδωτή πανοπλία και κρατούσε ένα πολεμικό σφυρί. Τα βλέμματά τους κλείδωσαν πριν ξεκινήσουν και οι δύο να εφορμούν σφίγγοντας τα όπλα τους.
Για όλους τους αθώους, σαν τον Φρόντο, που πρέπει να βρουν τη δύναμη…
“Το πλήθος είχε ενθουσιαστεί από την μονομαχία των δύο κορυφαίων πολεμιστών. Κάποιοι φώναζαν ρυθμικά το όνομα του ενός και κάποιοι του άλλου. Ένας ψηλός άνδρας με σκούρα ρούχα, καθόταν μέσα στο αιμοβόρο πλήθος και παρατηρούσε τα πάντα. Είχε πλεγμένα τα χέρια στο στέρνο του και απλά έβλεπε. Ο Άλαντορ Σίλντιμορ δεν ήξερε πως είχε βρεθεί εκεί πέρα αλλά δεν τον ένοιαζε. Ο πανίσχυρος μάγος από την διάσταση του Καγάντο είχε ανάγκη από λίγη διασκέδαση”*
*Η εισαγωγή επιλέχθηκε από σχόλιο στο Facebook δίνοντάς μας την έμπνευση για το συγκεκριμένο γεγονός.
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Οι δύο κορυφαίοι μονομάχοι εφορμούν ο ένας εναντίον του άλλου. Το πλήθος παραλληρεί. Ο Μεγάλος Τελικός ξεκινά…
Μα προτού το σφυρί συναντήσει το σπαθί, μαύρα σύνεφα καλύπτουν τον ουράνιο θόλο. Ομίχλη κατακλύζει την Αρένα και οι δύο πολεμιστές παγώνουν στις θέσεις τους σαν ζωντανά αγάλματα. Σαν ο χρόνος να σταμάτησε. Αλλά μόνο για αυτούς.
Οι θεατές κοιτάνε αποσβολομένοι. Προσπαθούν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Ησυχία καλύπτει τις κερκίδες. Σχεδόν νεκρική σιγή. Σχεδόν γιατί ένας ψηλός άνδρας με σκούρα ρούχα έχει σηκωθεί από τη θέση του. Στο ένα του χέρι κρατάει ένα ανοιχτό βιβλίο στο ύψος του στήθους, ενώ το άλλο λικνίζεται νευρικά στον αέρα, στον ρυθμό της απόκοσμης ψαλμωδίας του.
Μια νωθρή λάμψη εμφανίζεται πάνω από το κέντρο της Αρένας και τέσσερις μορφές αρχίζουν να σχηματίζονται από κάτω της. Τέσσερις γνώριμες, στο πλήθος, μορφές. Τέσσερις πολεμιστές, που πέθαναν στην προσπάθειά τους να φτάσουν εδώ. Αλλά τώρα, σα να ξαναγεννήθηκαν, στέκουν στο ματωμένο χώμα, με μια άσβεστη δίψα για αίμα να γεμίζει την ψυχή τους.
Η ομίχλη υποχωρεί και τα χαρακτηριστικά των μονομάχων ξεχωρίζουν.
Οπρική Κόναν. Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
Ο Κόναν τη μία στιγμή γελούσε στις κερκίδες, στο πλευρό της κοκκινομάλλας πολεμίστριας, Κόκκινη Σόνια του είχε συστηθεί, την επόμενη γρονθοκοπούσε τον φαφλατά Μπαφότεν, και αμέσως μετά βρέθηκε να περπατά μέσα στην αρένα στο πλάι τριών άλλων πολεμιστών. Ο ένας ήταν ο Ντριτζτ, που είχε πολεμήσει πριν… αλήθεια, πόσο καιρό; Φαινόταν όπως και ο ίδιος αλώβητος και ακμαίος. Ήξερε πόσο επικίνδυνος ήταν. Τους άλλους δύο πολεμιστές δεν τους ήξερε, μα είχε δει τον Πρωτογέννητο Φινγκόλφιν να χάνει από τον βάρβαρο Όλαφ μέσα σε αυτήν την αρένα. Είχε δείξει πόσο καλός πολεμιστής ήταν.
Τι στον Κρομ! Έχω βαρεθεί να παλεύω με αυταράδες!
Τελευταίος ήταν ένας άνθρωπος που άκουσε κάποιους από την κερκίδα να τον αποκαλούν Γκέραλντ και άλλους να τον φωνάζουν Γουίτσερ. Δεν ήξερε ποιο ήταν πραγματικά το όνομά του, μα δεν τον ξεγελούσαν τα άσπρα μαλλιά. Έδειχνε καλός μαχητής και οι ουλές στο σώμα του το αποδείκνυαν. Όπως και ο ίδιος, κανένας τους δεν είχε όπλα ή ασπίδα. Ίσως αυτό να αποτελούσε πλεονέκτημα για τον ίδιο. Είχε μάθει να πολεμάει χωρίς σπαθί από παιδί, είχε πάρει μέρος σε αμέτρητες μονομαχίες και είχε ζήσει για να το καυχηθεί στις ταβέρνες από τη Στυγία ως την Υπερβόρεια.
Άρχισε να απομακρύνεται από τους υπόλοιπους με σκοπό να τους ζυγήσει πριν επιτεθεί, όταν είδε τον Άραγκορν και τον Όλαφ στις δύο άκρες τις αρένας να κοιτάζονται με μίσος. Ήταν ακίνητοι σαν αγάλματα και αν δεν είχε παρακολουθήσει από τις κερκίδες την άφιξή τους δεν θα πίστευε πως είναι ζωντανοί.
Κρομ! Μακάρι να πεθάνουν όλοι οι μάγοι της γης!
Οπτική Γκέραλτ. Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Μια ξινίλα έκαψε τον φάρυγγά του. Αν και οι φορές που μεταφερόταν από ένα σημείο στο άλλο, μέσα από τις μαγικές πύλες της Γέννεφερ ή της Τρις, ήταν αμέτρητες, πάντα μια αναγούλα ταλαιπωρούσε το στομάχι του. Έτσι και τώρα, αν και δεν ήταν έργο κάποιας από τις γνωστές μάγισσες, ο Γκέραλτ είχε βρεθεί με κάποιον αλλόκοσμο τρόπο στο κέντρο της Αρένας, νιώθοντας το κρασί που απολάμβανε στις κερκίδες να ανεβαίνει στον λαιμό του.
Χμ… έκανε βλέποντας και τους άλλους τρεις άνδρες να ξεκινούν τον πολεμικό, κυκλικό χορό τους.
«Fuck…», ψέλλισε φέρνοντας το χέρι του στην πλάτη του και συνειδητοποιώντας ότι είναι άοπλος. Δε σάστισε, όμως. Σχημάτισε το σημάδι Axii κι άφησε τον βάρβαρο και το σκουρόχρωμο ξωτικό να στέκουν στη θέση τους αποσβολωμένοι. Είχε αναγνωρίσει τον τρίτο αντίπαλό του και τον ένοιαζε μόνο αυτός.
«Για να σε δω τί θα κάνεις τώρα, χωρίς τα αγαπημένα σου βέλη», είπε και σχηματίζοντας το σημάδι Aard, έριξε τον Φινγκόλφιν στο χώμα.
«Πόσες φορές πρέπει να σε σκοτώσω;», τον άκουσε να φωνάζει, καθώς απέφευγε το λάκτισμά του και πατούσε ξανά στα πόδια του. Ο Γκέραλτ εξέτρεψε την γροθιά του αντιπάλου του και οδήγησε τον αγκώνα του στο σαγόνι του Ξωτικού. Έπειτα προσπάθησε να τον γραπώσει από το σβέρκο, άλλα ένιωσε να πέφτει από την επιδέξια λαβή του Φινγκόλφιν. Χτύπησε με βία στο έδαφος. Η ανάσα του κόπηκε. Είδε τον αντίπαλό του να ανεβαίνει πάνω του κρατώντας μία πέτρα και να ξεκινά έναν υετό χτυπημάτων. Προσπαθούσε να καλυφθεί με τους πήχεις του, αλλά πολλά χτυπήματα έβρισκαν στόχο. Αίμα κυλούσε από το μέτωπό του στα μάτια του, σχεδόν τυφλώνοντάς τον, και μια ζάλη τον τραβούσε προς το σκοτάδι.
Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά το έμπειρο Ξωτικό τον είχε εγκλωβίσει με απίστευτη αποτελεσματικότητα. Έτσι συνέχισε να δέχεται τα δυνατά χτυπήματα. Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα και το γνώριζε αυτό. Προτίμησε, οπότε, να πάρει και τον αντίπαλό του μαζί.
Στα τυφλά, σχημάτισε το σημάδι Igni, εκτοξεύοντας ένα κύμα φωτιάς προς τον Φινγκόλφιν, αφήνοντας εκτεθειμένο το κεφάλι του, το οποίο άνοιξε μόλις συνάντησε τη βαριά πέτρα.
Οπτική Φινγκόλφιν. Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
Κατάφερε να αποφύγει τη μαγική φωτιά την τελευταία στιγμή. Ο Φινγκόλφιν δεν ήξερε τί τον είχε φέρει ξανά στην Αρένα. Δεν είχε προλάβει να συνέλθει από την μάχη του με τον βάρβαρο και μέσα σε ελάχιστες στιγμές άνοιξε τα μάτια του και βρέθηκε ξανά στην καταραμένη Αρένα, αυτή τη φορά χωρίς κανένα όπλο. Ο μάγος πέθανε από την πέτρα, μα ήξερε ότι για αν αντιμετωπίσει τους άλλους δύο θα έπρεπε να κάνει κάτι καλύτερο.
«Ένα σπαθί!», ούρλιαξε. «Δώστε μου το σπαθί μου».
Κανένας δεν φάνηκε να του δίνει σημασία. Το κοινό στις κερκίδες φώναζε αλαφιασμένο και διψασμένο για αίμα. Το μαύρο ξωτικό έδειχνε να μην θέλει να ασχοληθεί με τη μάχη. Αιωρήθηκε στον αέρα σαν πουλί, αναζητώντας μάλλον μια ευκαιρία να ξεφύγει. Ο Βάρβαρος όμως φαινόταν πολύ επικίνδυνος. Πέταξε την πέτρα προς το μέρος του με όλη τη δύναμή του. Έπρεπε να τον κρατήσει σε απόσταση. Τον πέτυχε στο κεφάλι, όπως ακριβώς υπολόγιζε. Μα αυτός δε σταμάτησε την επίθεσή του. Λες και δεν πόνεσε καθόλου. Ο Φινγκόλφιν άρχισε να απομακρύνεται. Ήξερε πως δεν έπρεπε να βρεθεί στην αγκαλιά του Κόναν. Δεν τον είχε ακουστά, αλλά το ένστικτό του έλεγε ότι δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστο. Κάποιος από την κερκίδα του πέταξε ένα σπαθί γελώντας. Ήταν κυρτό και όχι καλά ζυγισμένο, μα το καλοδέχτηκε στο χέρι του σαν δώρο του Έρου!
Σταμάτησε να τρέχει και γύρισε να αντιμετωπίσει τον Βάρβαρο. Τον είδε τελευταία στιγμή και προσπάθησε να αποφύγει την γροθιά του και να τον αποκεφαλίσει αμέσως μετά. Αλλά δεν υπολόγισε στην ταχύτητα αίλουρου του Κόναν. Αν και η γροθιά δεν τον πέτυχε, άλλαξε την φορά του σώματός του και έπεσε επάνω στον Φινγκόλφιν με δύναμη παρασέρνοντάς τον στην άμμο. Με το βάρος του τον έκανε να χάσει το σπαθί από το χέρι του και τον ακινητοποίησε. Ο Πρωτογέννητος ήξερε πως θα πέθαινε αν δεν κατάφερνε να πιάσει το σπαθί. Τέντωσε το δεξί του χέρι και το ακούμπησε με τα ακροδάχτυλά του. Δεχόταν το ένα χτύπημα μετά το άλλο, αλλά μάζευε τις δυνάμεις του. Ήταν ένας πρίγκιπας των Νόλντορ. Δεν θα παραδίνονταν με μερικές μπουνιές. Κατάφερε να πιάσει το σπαθί και το έφερε προς τον αντίπαλό του. Εκείνος αστραπιαία άρπαξε το χέρι του σπάζοντας σχεδόν τον καρπό του και κάρφωσε το σπαθί στον λαιμό του Φινγκόλφιν. Σηκώθηκε και τον άφησε να πνίγεται από το αίμα που χύνονταν στην άμμο της αρένας.
Οπτική Ντριτζτ. Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Ο Ντριτζτ άκουσε τις αρρωστημένες επευφημίες του πλήθους και κατάλαβε ότι έμεινε πλέον μόνο ένας αντίπαλος. Γύρισε και είδε τον Κόναν να σηκώνει ένα κυρτό σπαθί και να κλειδώνει το δολοφονικό του βλέμμα πάνω του. Όσο δεν έβρισκε τόξο, όμως, δεν τον έφτανε στο ύψος που αιωρούνταν κι έτσι συνέχισε την έρευνα. Ήταν σίγουρος πως το γεγονός ότι βρέθηκε τόσο απότομα στην Αρένα, ήταν δουλειά κάποιου μάγου.
Πέταξε πάνω από το ζωντανό άγαλμα του βάρβαρου, που άκουσε να τον αποκαλούν Όλαφ. Είχε παγώσει ο χρόνος καθώς εφορμούσε. Τα πορφυρά μαλλιά του είχαν κοκκαλώσει ακριβώς όπως ανέμιζαν, ενώ το σκαλιστό σφυρί του βρισκόταν πάνω από τον δεξί ώμο του, έτοιμο για επίθεση.
Είχε ακούσει για μάγους που σταματούσαν τον χρόνο, αλλά όχι μόνο για δύο άτομα. Γύρισε προς τις κερκίδες και σάρωσε με την εκπαιδευμένη του ματιά τον όχλο μέσα από την ομίχλη. Ο υπεύθυνος δεν πρέπει να ήταν μακριά…
Πράγματι, μετά από μερικές στιγμές, τον είδε. Έστεκε όρθιος, ντυμένος με σκούρα ρούχα. Κρατούσε ένα μαγικό βιβλίο και ξεστομούσε κάποια γητειά.
Αρκετά, σκέφτηκε ο Ντρίτζτ και έστειλε μια σφαίρα σκότους να καλύψει το μαγικό βιβλίο. Μα καθώς ετοιμάστηκε να αιωρηθεί προς τον σαστισμένο μάγο, μια πρωτόγονη δύναμη τον τράβηξε στο έδαφος. Ο Κόναν, πατώντας πάνω στον κοκκαλωμένο Όλαφ, πραγματοποίησε ένα εξωπραγματικό άλμα. Έπεσε με απίστευτη ορμή πάνω στον Ντριτζτ, με αποτέλεσμα οι δυο τους να προσγειωθούν βίαια στο χώμα.
«Πόσες φορές πρέπει να σε σκοτώσω, δαίμονα, για να μείνεις σκοτωμένος;», φώναξε ο βάρβαρος, εγκλωβίζοντάς τον με τα γόνατά του. Έσυρε το σπαθί και προσπάθησε να του κόψει το λαιμό, αλλά ο Ντριτζτ γράπωσε το χέρι που κράδαινε τη λεπίδα και το αφόπλισε με μια γρήγορη, επιδέξια κίνηση. Η ελεύθερη γροθιά του Κόναν, όμως, συνάντησε το σαγόνι του. Όλα μαύρισαν για μια στιγμή, από την απίστευτη δύναμη του χτυπήματος, και πριν προλάβει να αντιδράσει, μια νέα επίθεση, από τον αγκώνα του αντιπάλου του, αυτή τη φορά, τον βρήκε στο πρόσωπο. Ένιωσε την ανάσα του να κόβεται από το ατσάλινο κράτημα των χεριών του Κόναν στον λαιμό του, μα όσο κι αν προσπαθούσε να ξεφύγει, δεν τα κατάφερνε.
«Κατ…», ψέλλισε και αφέθηκε στο σκοτάδι που τον πολιορκούσε. Αλλά τότε, ένας δυνατός γδούπος τον επανάφερε. Άνοιξε τα μάτια και είδε τον Όλαφ να ουρλιάζει προς τον αντίπαλό του. Του είχε καταφέρει ήδη ένα χτύπημα με το σφυρί του, ρίχνοντάς τον από πάνω του, αλλά ο μαυρομάλλης βάρβαρος πατούσε ξανά στα πόδια του.
«Κρομ, είσαι δυνατός…», μούγκρισε προς τον πορφυροτρίχη νέο, τρίβοντας τον μελανιασμένο ώμο του, «αλλά έχω σκοτώσει και ικανότερους από σένα, μικρέ». Τελειώνοντας τη φράση του πήδηξε προς εκείνον, κι αποφεύγοντας το σφυρί του, προσπάθησε να τον χτυπήσει με τη γροθιά του. Ο Όλαφ, όμως, παραμέρισε κι αμέσως επιτέθηκε ξανά, αλλά τότε ένα εκτυφλωτικό φως γέμισε την Αρένα και ακούστηκε η επιβλητική φωνή.
«ΑΡΚΕΤΑ!». Η σφαίρα σκότους του Ντριτζτ εξαφανίστηκε, αλλά φρουροί είχαν ήδη περικυκλώσει και ακινητοποιήσει τον μάγο. «Άλαντορ Σίλντιμορ απέδειξες την αξία σου και κέρδισες τη συμμετοχή σου για το επόμενο τουρνουά. Αλλά τώρα έχουμε να παρακολουθήσουμε τον Μεγάλο Τελικό… Πάρτε τον!».
Με την τελευταία λέξη του, οι φρουροί, μαζί με τον μαυροφορεμένο άνδρα, εξαφανίστηκαν, ενώ οι τέσσερις πολεμιστές επέστρεψαν στις κερκίδες. Ο Γκέραλτ εμφανίστηκε δίπλα στη Σίρι και την Γέννεφερ, όπου η μυρωδιά πασχαλιάς και φραγκοστάφυλου γέμισε τα ρουθούνια του, γαληνεύοντάς τον. Ο Φινγκόλφιν επέστρεψε στις κερκίδες και στην έρευνά του για τον αδελφό του, Φέανορ, τον οποίο δε μπορούσε να βρει πουθενά. Ο Ντριτζτ συνάντησε επιτέλους την Κάτιμπρι και τον βασιλιά Μπρούενορ και χάθηκε στην αγκαλιά της αγαπημένης του. Τέλος, ο Κόναν επέστρεψε στην παρέα της Κόκκινης Σόνια και του περίεργου άνδρα με το μαύρο, πειρατικό καπέλο και το πορφυρό φτερό. Ο πειρατής βέβαια βρέθηκε στο κάτω διάζωμα αναίσθητος από τη γροθιά του βάρβαρου, έπειτα από ένα ακόμα απρεπές σχόλιό του. Ο Όλαφ και ο Άραγκορν ήταν οι μόνοι που παρέμειναν στην Αρένα. Για άλλη μια φορά τα βλέμματά τους κλείδωσαν και εφόρμησαν ο ένας προς τον άλλον, σφίγγοντας τα όπλα τους. Ο Μεγάλος Τελικός ξεκινούσε…
Οπτική Όλαφ. Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Ο Όλαφ ούρλιαξε καθώς σήκωνε το σφυρί του και το έφερνε με θανατερή ακρίβεια προς το κεφάλι του μαυροφορεμένου αντιπάλου του, αλλά εκείνος έσκυψε ταχύτατα, και περνώντας από δίπλα του, του χάρισε μια βαθιά πληγή στον μηρό. Αν κι ο πόνος μούδιασε το κορμί του, απλά φούντωσε κι άλλο την Οργή των Δράκων. Γύρισε χωρίς να χάσει στιγμή και πραγματοποίησε μια νέα επίθεση. Αυτή τη φορά ο Άραγκορν αναγκάστηκε να υψώσει το σπαθί του για να σταματήσει το σφυρί και φάνηκε να τραντάζεται σύγκορμος από τη βία του χτυπήματος. Κατάφερε, όμως, να το εκτρέψει κι ο Όλαφ ένιωσε να σπάει η ισορροπία του από το επιδέξιο σπρώξιμό του και να πέφτει με φόρα στο έδαφος.
Άμμος μπήκε στα μάτια του, ενώ τα αυτιά του βούιζαν από τις κραυγές του πλήθους. Γύρισε ανάσκελα και είδε τον αντίπαλό του να στέκει από πάνω του, σα δήμιος, έτοιμος για το τελειωτικό χτύπημα. Δε δίστασε και με όλη τη δύναμή του, τον κλώτσησε στο στομάχι. Τον είδε να διπλώνει και να πέφτει με την πλάτη στο χώμα και τότε, σαν αίλουρος κάτοικος του Ερλεσκόγκεν, σηκώθηκε αστραπιαία και πήδηξε προς τον πεσμένο Άραγκορν. Τελευταία στιγμή, όμως, τον είδε να κυλά στο πλάι και να αποφεύγει την ατσάλινη, βαριά κεφαλή. Τα χέρια του τραντάχτηκαν από την πρόσκρουση του όπλου του στο χώμα κι ένας νέος πόνος γέμισε το κορμί του, όταν ο αντίπαλός του στην επιστροφή του, έφερε το σπαθί του στα πλευρά του. Αν κι ο αλυσιδωτός θώρακας άντεξε, το χτύπημα ήταν σφοδρό.
Είναι απίστευτα γρήγορος…
Σήκωσε το πόδι του να τον πατήσει, αλλά και πάλι ο αντίπαλός του κύλησε στο πλάι. Τον είδε να σηκώνεται με απίστευτη επιδεξιότητα, αλλά αυτή τη φορά περίμενε την επίθεσή του. Μόλις η λεπίδα κινήθηκε προς το μέρος του, τη χτύπησε με το σφυρί, βάζοντας όλη του τη δύναμη. Το σπαθί γλίστρησε από τα χέρια του Άραγκορν και προσγειώθηκε μερικά μέτρα μακριά τους. Επιτέλους είχε το πλεονέκτημα.
Νάιρα, δώσ’ μου δύναμη…
Βγάζοντας μια πολεμική κραυγή, εφόρμησε προς τον άοπλο αντίπαλό του, αλλά και πάλι ένιωσε αργός και προβλέψιμος. Ο μαυροφορεμένος άνδρας μετατόπισε το κορμί του, τράβηξε ένα κυρτό μαχαίρι από τη ζώνη του και χτύπησε με αυτό τον αριστερό καρπό του Όλαφ. Ένιωσε με φρίκη το τρομερό κάψιμο και είδε δύο δάχτυλά του να πέφτουν στο ματωμένο χώμα.
Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Το πόδι και το χέρι του αιμορραγούσαν ακατάπαυστα και ήδη ένας κόμπος ανέβαινε από το στομάχι του και μια ζαλάδα προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια του. Η Οργή των Δράκων, όμως, δεν τον άφηνε να παραδοθεί.
Έπιασε το σφυρί με το δεξί του χέρι και προσπάθησε να επιτεθεί. Παραπάτησε. Στηρίχθηκε στο σφυρί του για να μην καταρρεύσει. Σήκωσε το βλέμμα του, βαριανασαίνοντας, και είδε τον αντίπαλό του να κατευθύνεται προς το σπαθί του και να το παίρνει πάλι στα χέρια του.
«Είμαι ο Άραγκορν, γιος του Άραθορν,», τον άκουσε να του λέει, «άμεσος απόγονος του Ισίλντουρ και βασιλιάς της Γκόντορ και της ενωμένης Άρνορ. Κραδαίνω το Άντουριλ, τη φλόγα της Δύσης. Είμαι ο Γοργοπόδαρος και ο τελευταίος από τους Περιπλανώμενους Φύλακες. Είμαι ο Θάνατος της Σκιάς! Παραδώσου πολεμιστή!». Τα λόγια του είχαν λογική… αλλά η Οργή των Δράκων δε γνώριζε τις έννοιες παραδίνομαι και παραιτούμαι.
Μουγκρίζοντας σήκωσε απότομα το σφυρί προς το μέρος του αντιπάλου του, αλλά εκείνος απλά παραμέρισε. Επιχείρησε μια δεύτερη επίθεση, αλλά οι τρεμάμενοι μύες του είχαν στερέψει από δύναμη κι έτσι ο Γοργοπόδαρος σταμάτησε εύκολα το όπλο του με το Άντουριλ και κάρφωσε το μαχαίρι στον ήδη τραυματισμένο μηρό του. Μα αυτή τη φορά το έστριψε κάνοντας ανεξέλεγκτη την αιμορραγία και τον πόνο.
«Δεν αξίζει να πεθάνεις», τον άκουσε να του λέει, καθώς γονάτιζε.
Η ματιά του Όλαφ έμεινε καρφωμένη στην άμμο μπροστά του, η οποία λερωνόταν από το αίμα των πληγών του. Κρατούσε ακόμα το σφυρί του, αλλά το ένοιωθε βαρύ. Σαν τότε, αμούστακο αγόρι ακόμα, που του το είχε προσφέρει ως γενέθλιο δώρο ο Σερ Άντορ. Ακόμα κι ο αλυσιδωτός του θώρακας εμπόδιζε την ανάσα του.
«Παραδώσου!».
Σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Έστεκε μπροστά του, με βασιλική κορμοστασιά. Τον κοιτούσε χωρίς ίχνος οργής. Στα γκριζωπά του μάτια αναγνώρισε την ίδια κόπωση που ένιωθε κι ο ίδιος για τον τόσο μάταιο θάνατο που είχαν μοιράσει. Ο κάθε λογικός άνθρωπος θα αναγνώριζε την ήττα του και θα άφηνε το όπλο του κάτω. Αλλά όχι ο Όλαφ… Κι αυτό φάνηκε να το καταλαβαίνει κι ο αντίπαλός του, ο οποίος έσκυψε το κεφάλι.
Πατέρα… Έρχομαι…
Με όση δύναμη τού είχε απομείνει σηκώθηκε και επιτέθηκε. Οι κινήσεις του ήταν αργές κι ασταθείς. Σχεδόν ντρεπόταν για αυτό. Ώσπου ξαφνικά η ανατριχιαστική αίσθηση του παγωμένου ατσαλιού μέσα στο στέρνο του, σηματοδότησε τη λύτρωση του.
Κοίταξε πρώτα τη λεπίδα που είχε διαπεράσει τον θώρακά του κι έπειτα τον Άραγκορν. Από πίσω του, ο ήλιος τον έλουζε, σαν οι ίδιοι οι θεοί να τον είχαν επιλέξει. Σαν ήδη να τον αναγνώριζαν ως νικητή. Και το άξιζε. Ήταν πολύ καλύτερος πολεμιστής από εκείνον κι αυτό τον παρηγορούσε. Μα ακόμα και στον θάνατό του, θα πάλευε. Θα έπεφτε μαχόμενος.
Γράπωσε με το λαβωμένο χέρι του τη λάμα και τη χτύπησε με το όπλο του στη ρωγμή που είχε δημιουργηθεί από την προηγούμενη σφοδρή σύγκρουση του σπαθιού με το σφυρί. Ούρλιαξε από τον πόνο, καθώς το Άντουριλ έσπαγε. Ο Άραγκορν τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια, πισωπατώντας.
«Νάιρα…», ψέλλισε ο Όλαφ, ενώ πλησίαζε αργά τον αντίπαλό του. «Φάντερ…».
Στήλωσε τα πόδια του μπροστά στον σαστισμένο Γοργοπόδαρο και τον γράπωσε από το λαιμό. Κραύγασε, σηκώνοντάς τον στον αέρα και σφίγγοντας τη λαβή του. Ο αντίπαλός του τιναζόταν στην προσπάθειά του να αναπνεύσει. Πάλευε να απελευθερωθεί. Ο Όλαφ, όμως, δε χαλάρωσε τη λαβή του. Ακόμα κι όταν τα πόδια του λύγισαν και γονάτισε παρασέρνοντας και τον Άραγκορν μαζί του στο ματωμένο χώμα.
Κοίταζε το χαραγμένο από κυανές φλέβες, πορφυρό πρόσωπο του αντιπάλου του. Τα μάτια του είχαν γυρίσει, δίνοντας τη θέση τους στο, λερωμένο από σπασμένα αγγεία, κενό λευκό. Μα τότε, οι ιαχές του πλήθους μετατράπηκαν σε μακρινό βουητό. Τη θέση τους πήρε ο ήχος μεγάλων φτερών που σχίζουν τον αέρα και μια σκιά δράκου πέρασε από πάνω του.
«Ήρθε η ώρα να αφεθείς, νεαρέ μου». Η γλυκιά, αλλά μελαγχολική φωνή της, χαλάρωσε τη λαβή του. «Τα πήγες περίφημα». Ξεκίνησε να πέφτει, αλλά ποτέ δεν ένιωσε να σωριάζεται στο έδαφος.
Άνοιξε τα μάτια του και προς μεγάλη του έκπληξη βρισκόταν ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Ανακάθισε και είδε τα ρούχα του να βρίσκονται πλυμένα και διπλωμένα πλάι του. Η αρματωσιά του ήταν επιδιορθωμένη και γυαλισμένη. Σήκωσε το αριστερό του χέρι. Δεν υπήρχε πληγή. Ούτε έλειπαν δάχτυλα. Έσφιξε τη γροθιά του και απελευθέρωσε τον αέρα των πνευμόνων του στη σκέψη ότι δεν τελείωσε αυτός ο ατέρμονος κυκεώνας βίας.
Σηκώθηκε, αρματώθηκε, πήρε το σφυρί και με τεράστια ανακούφιση είδε άθικτο και το δρακομάχαιρο. Το δώρο του αδελφού του. Το θηκάρωσε και άνοιξε τη βαριά, ξύλινη πόρτα. Μπροστά του απλωνόταν ένας φαρδύς διάδρομος, που οδηγούσε σε μια άλλη πόρτα. Ένθεν κι ένθεν υπήρχαν γκραβούρες και αγάλματα ηρώων. Τα προσπέρασε χωρίς να δώσει μεγάλη σημασία. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν οι φωνές που ακουγόντουσαν στο βάθος. Μάλλον η Αρένα τον περίμενε πάλι.
Πόσο ακόμα;
Έσπρωξε την πύλη και το θέαμα που αντίκρυσε, του έκοψε την ανάσα. Στο κέντρο μιας τεράστιας, φωτεινής αίθουσας κάθονταν σε μια εξέδρα λαμπερές μορφές, οι οποίες εξέπεμπαν φως και γαλήνη… Γύρω τους, σε γεμάτους πάγκους, πίναν, τρώγαν και γλεντούσαν γνωστοί και άγνωστοι πολεμιστές. Ο Τζον Σνόου, ο Γκίμλι, η Κάτιμπρι, ο Φινγκόλφιν και πολλοί άλλοι που δεν τους είχε ξαναδεί. Στην άλλη άκρη, μπροστά από μια παρόμοια πόρτα από όπου είχε εισέλθει κι ο ίδιος, έστεκε ο Άραγκορν. Τον κοίταξε κι ο Όλαφ έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. Και τότε, τα τραγούδια διακόπηκαν από την επιβλητική φωνή, που προερχόταν από την εξέδρα.
«Και τώρα που ο Άραγκορν βρίσκεται ανάμεσά μας, η αναζήτηση για τον Εκλεκτό Πολεμιστή τελείωσε. Σειρά έχουν οι υπόλοιποι…».
Οπτική Άραγκορν. Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
Σε όλη τη διάρκεια της μάχης των τεσσάρων μονομάχων, ο Άραγκορν έβλεπε και καταλάβαινε. Δε μπορούσε να κουνηθεί λες και ένα μαγικό χέρι κρατούσε το σώμα του, αλλά οι εικόνες περνούσαν στο μυαλό του σαν σε όνειρο.
Είναι δυνάμεις πάνω από τις δικές μας! Μπορούμε μόνο να παρασυρθούμε…
Μόλις το θέαμα μπροστά τους έλαβε τέλος και ένιωσε ξανά τα μέλη του ελεύθερα, κλείδωσε το βλέμμα του στον αντίπαλο και ξεκίνησε ξανά να εφορμά. Ήξερε ότι ο βάρβαρος ήταν δυνατότερος. Έμοιαζε με τρολ των βουνών σε μέγεθος και είχε δείξει τη δύναμή του κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία. Δεν έπρεπε να τον υποτιμήσει. Λίγο πριν φτάσουν σε απόσταση σύγκρουσης, έκοψε ταχύτητα και περίμενε. Όταν εκείνος χτύπησε με το σφυρί του έσκυψε και με ένα πλάγιο βήμα το απέφυγε. Σκόνη σηκώθηκε από τη ματωμένη αρένα. Δεν έχασε χρόνο και το Άντουριλ έκοψε σάρκα και μύες στον μηρό του βάρβαρου. Εκείνος, σαν να μην ένιωσε καν την πληγή και με ταχύτητα που έμοιαζε εξωπραγματική για το μέγεθός του, αντεπιτέθηκε. Πρόλαβε με το σπαθί του να αποκρούσει το χτύπημα πριν του πολτοποιήσει το κεφάλι, μα τα χέρια του μούδιασαν από τη ισχύ της απορρόφησής του.
Τελικά έχει τη δύναμη ενός Τρολ, αλλά ταχύτητα ξωτικού!
Χρησιμοποίησε την ίδια την ορμή της επίθεσης του Όλαφ για να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του. Έτσι ο γιγαντόσωμος βάρβαρος βρέθηκε πεσμένος στην αρένα. Είχε την ευκαιρία να τον αποτελειώσει. Σήκωσε το Άντουριλ και περίμενε να τον κοιτάξει ο Όλαφ στα μάτια. Του άξιζε ένας τιμητικός θάνατος.
Μα πριν τον δώσει, μια κλωτσιά τον εκτόξευσε προς τα πίσω. Ήταν λες και ένας κορμός δέντρου τον χτύπησε στην κοιλιά. Πόνος διαπέρασε το κορμί του πριν πέσει στο έδαφος. Είδε τον αντίπαλό του να σηκώνεται αστραπιαία και να ετοιμάζεται αυτός να τον αποτελειώσει. Κύλησε στο πλάι τελευταία στιγμή πριν το σφυρί σπάσει όσα πλευρά του είχαν απομείνει. Με το σφυρί να χτυπάει στο έδαφος έστρεψε και πάλι το σώμα του και έτεινε το Άντουριλ προς τον αντίπαλό του. Τον χτύπησε στα πλευρά, μα είδε τον αλυσιδωτό θώρακα να αντέχει.
Όταν ο Όλαφ πήγε να τον πατήσει, κύλησε πάλι και σηκώθηκε αμέσως. Αν τον έβρισκε ένα χτύπημα με το σφυρί με αυτή τη ορμή, θα ήταν σε πολύ δύσκολη θέση. Επιτέθηκε από τα πλάγια με στόχο και πάλι τα πλευρά του αντιπάλου του, όμως αυτή τη φορά σπαθί και σφυρί συναντήθηκαν. Ένιωσε να τραντάζεται και το Άντουριλ να φεύγει από τα χέρια του.
Επιφωνήματα ηχούσαν από τις κερκίδες. Ξεχώριζαν λέξεις όπως «Σφαχ’ τον», «Θάνατος» και «Πέθανε».
Η Σκιά είναι μέσα σε όλους μας…
Άκουσε την πολεμική κραυγή του αντιπάλου του και τον είδε να έρχεται καταπάνω του, σίγουρος για τη νίκη του. Με επιδεξιότητα που μόνο ένας Περιπλανώμενος Φύλακας μεγαλωμένος από Ξωτικά θα διέθετε, απέφυγε το θανατηφόρο χτύπημα και κάρφωσε το κυρτό μαχαίρι του στον καρπό του Όλαφ. Κομμένα δάχτυλα έγιναν ένα με την άμμο της αρένας.
Αυτό θα του κόψει τη φόρα…
Τον είδε να πιάνει το σφυρί με το ένα χέρι και να παραπατά από τις πληγές του. Γρήγορα σήκωσε το πεσμένο Άντουριλ και κινήθηκε προς το μέρος του.
«Είμαι ο Άραγκορν, γιος του Άραθορν, άμεσος απόγονος του Ισίλντουρ και βασιλιάς της Γκόντορ και της ενωμένης Άρνορ. Κραδαίνω το Άντουριλ, τη φλόγα της Δύσης. Είμαι ο Γοργοπόδαρος και ο τελευταίος από τους Περιπλανώμενους Φύλακες. Είμαι ο Θάνατος της Σκιάς! Παραδώσου πολεμιστή!».
Αντί για απάντηση ο βάρβαρος προσπάθησε να του επιτεθεί. Απέκρουσε το χτύπημα αρκετά πιο εύκολα τώρα. Οι δυνάμεις του Όλαφ τον εγκατέλειπαν. Κάρφωσε το μαχαίρι στον ματωμένο μηρό του βάρβαρου προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη αιμορραγία στρίβοντάς το.
«Δεν αξίζει να πεθάνεις. Παραδώσου!», απαίτησε και πάλι ο Άραγκορν, μα ήξερε ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Κατέβασε το κεφάλι μετανιώνοντας ήδη αυτό που θα έκανε. Δεν ήθελε να σκοτώσει ακόμη έναν άξιο αντίπαλο. Έπρεπε όλοι μαζί να πολεμήσουν τη Σκιά, όχι να γίνονται ένα με αυτήν. Ο Όλαφ όμως δε σταμάτησε να προσπαθεί να αντεπιτεθεί. Τα χτυπήματά του ήταν πλέον αργά και ασταθή, μα η οργή του και το πείσμα του έδειχναν να ξεχειλίζουν. Απέφυγε δύο ακόμη προσπάθειές του να τον χτυπήσουν και την τρίτη φορά πρόταξε το Άντουριλ κοιτώντας τον Όλαφ κατάματα. Αυτό διαπέρασε τον αλυσιδωτό θώρακα και καρφώθηκε με τη δύναμη της ορμής του ίδιου του Όλαφ στο κορμί του.
Ο βάρβαρος κραύγασε δυνατά και χτύπησε το σπαθί με ισχύ γιγάντων. Η λάμα που ήταν κομμάτια και σφυρηλατήθηκε ξανά στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού, έσπασε. Το Άντουριλ ξανάγινε κομμάτια μπροστά στο έντρομο βλέμμα του Βασιλιά της Μέσης Γης.
Αδύνατον!
Ο Άραγκορν έκανε πίσω βήματα, περισσότερο από το σάστισμα αυτού που αντίκρισε, παρά από το φόβο του. Είδε τον αντίπαλό του, παρά την πληγή στο στήθος του που αιμορραγούσε ακατάπαυστα, να τον πλησιάζει και να τον αρπάζει από τον λαιμό. Έσφιξε το χέρι του με τα δικά του χέρια προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Μα η λαβή του βάρβαρου ήταν γερή σαν δάγκωμα λύκου. Ένιωσε να βουλιάζει στο σκοτάδι. Δε μπορούσε να πιστέψει πως ένας άνθρωπος ήταν δυνατόν να κρύβει τόση ενέργεια. Ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει, όταν το πόδι του ακούμπησε στο μαχαίρι που ήταν ακόμη καρφωμένο στον μηρό του βαρβάρου.
Ίσως, αν…
Μα δεν είχε πλέον δυνάμεις… Ο Όλαφ γονάτισε παρασέρνοντας και τον Άραγκορν.
Πρέπει… Πρέπει…
Ξαφνικά ένιωσε τη λαβή γύρω από τον λαιμό του να χαλαρώνει. Κατάφερε να πάρει μερικές κοφτές ανάσες και είδε τον αντίπαλό του να σωριάζεται στην αρένα ανασηκώνοντας κύμα άμμου.
«Θνητοί! Ο Μεγάλος Τελικός μόλις τελείωσε. Και τι θέαμα μας επιφύλαξε, δε συμφωνείτε;», ακούστηκε στο βάθος του μυαλό του. Παραπατώντας στην προσπάθειά του να σηκωθεί, έπεσε πάνω στο πτώμα του Όλαφ κι έμεινε εκεί αναίσθητος.
Άνοιξε τα μάτια του και πάλι σε ένα κρεβάτι στην αίθουσα που είχε βρεθεί την πρώτη φορά που είχε έρθει στην Αρένα. Δίπλα του καθαρά ρούχα ίδια με τα δικά του και…
Είναι δυνατόν;
Το Άντουριλ ξανά ολόκληρο. Άθικτο από κάθε χτύπημα και γυαλισμένο να αντανακλά το φως των δέντρων του Βάλινορ!
Τι μαγεία είναι αυτή; Δεν αντέχω άλλο θάνατο.
Ντύθηκε και ζώστηκε με το σπαθί του. Η πόρτα του δωματίου του ήταν ξεκλείδωτη, όπως περίμενε. Και πάλι ένας διάδρομος τον οδηγούσε ανάμεσα από αγάλματα και πίνακες. Δεν έδωσε σημασία σε τίποτα από αυτά. Οι μάχες τον είχαν κουράσει. Η Σκιά των ανθρώπων τον είχε καταβάλει.
Έσπρωξε μία ακόμη ξύλινη πόρτα και μπήκε σε μία τεράστια φωτεινή αίθουσα. Τραπέζια με δεκάδες πολεμιστές ξεχώριζαν. Έπιναν και γελούσαν ο ένας με τον άλλο και ας είχε δει κάποιους από αυτούς να σκοτώνονται μέχρι θανάτου. Ο Κόναν, η Έογουιν, ο Γκίμλι, ο Λέγκολας μα και άλλοι, άγνωστοι σε αυτόν πολεμιστές. Είδε τον Όλαφ να μπαίνει στην αίθουσα από μία άλλη πόρτα. Σε μια εξέδρα είδε μορφές να εκπέμπουν φως και… γαλήνη. Οι Βάλαρ, όπως τους είχε αντικρίσει σε απεικονίσεις Ξωτικών, διακρίνονταν ανάμεσά τους.
«Και τώρα που ο Άραγκορν βρίσκεται ανάμεσά μας, η αναζήτηση για τον Εκλεκτό Πολεμιστή τελείωσε. Σειρά έχουν οι υπόλοιποι…».
Μικρός Τελικός – Η Μάχη των Τεσσάρων
Ο Κόναν, σε μια ακόμα ψηφοφορία, αποδεικνύει περίτρανα το πόσο αγαπημένος ήρωας είναι. Συγκέντρωσε 29 ψήφους, με το 50% των ψηφοφόρων να τον επιλέγουν. Ακολούθησε ο εξίσου δημοφιλής Ντριτζτ με 25 ψήφους και ένα ποσοστό ψηφοφόρων της τάξης του 43,1%. Ο Φινγκόλφιν ήταν ο τρίτος μονομάχος που αναστήθηκε με 23 ψήφους και με κάτι λιγότερο από 40% των ψηφοφόρων να τον επιλέγουν, ενώ το τέταρτο εισιτήριο για τον μικρό τελικό το κέρδισε ο Γκέραλτ με 19 ψήφους, αφήνοντας πίσω του τον Γκίμλι με 16, τον Λεωνίδα με 14, τον Φέανορ και τον Μπρούενορ με 13, τον Λέγκολας με 12 και όλους τους υπόλοιπους. Οι μόνοι που δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν ούτε μία ψήφο ήταν ο Σερ Ντάνκαν, η Σίρι και ο Σερ Τζέιμι Λάννιστερ.
Ο πραγματικός βασιλιάς του φανταστικού κάθισε και στον θρόνο του πρώτου Fantasy Wanderer’s Battles
Από την αρχή της ψηφοφορίας ο Άραγκορν έδειξε ποιος είναι το αδιαμφισβήτητο φαβορί του Μεγάλου Τελικού, με την πρώτη μέρα να λήγει 54-25 υπέρ του. Η δεύτερη μέρα, όμως, άνηκε στον Όλαφ, ο οποίος με ένα επιμέρους σκορ 12-27 μείωσε στο 66-52. Η αντεπίθεσή του συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα της ψηφοφορίας, παρ’ ότι δεν κατάφερε να περάσει μπροστά. Έτσι, με επιμέρους σκορ 8-11, η τρίτη μέρα λήγει 74-63 υπέρ του βασιλιά της Γκόντορ. Την τέταρτη μέρα, όμως, ο Γοργοπόδαρος αύξησε τη διαφορά του σημειώνοντας ένα εντυπωσιακό επιμέρους σκορ 14-5, αφήνοντας ακόμα πιο πίσω τον πορφυροτρίχη βάρβαρο με 88-68. Παρόμοιο σκορ σημειώθηκε και την επομένη, με τον ήρωα του Τόλκιν να συγκεντρώνει ακόμα 16 ψήφους, ενώ ο Όλαφ 7, και την μέρα να λήγει με το 104-75. Η πέμπτη μέρα της ψηφοφορίας ήταν η μέρα με τις λιγότερες ψήφους, καθώς το επιμέρους σκορ ήταν μόλις 4-1 υπέρ του Άραγκορν, με το συνολικό σκορ να φτάνει στο 108-76. Κι έτσι φτάνουμε στην τελευταία μέρα, όπου ο Όλαφ κάνει μια τελευταία προσπάθεια, με ένα 2-11, αλλά τελικά δεν καταφέρνει να φτάσει τον Ελέσσαρ, ο οποίος στέφεται νικητής του Μεγάλου Τελικού του πρώτου Fantasy Wanderer’s Battles με σκορ 111-87.
Σας ευχαριστούμε όλους μέσα από την καρδιά μας για την απίστευτη στήριξη και συμμετοχή σας! Μείνετε συντονισμένη στον Fantasy Wanderer γιατί έρχονται κι άλλα πολύ ενδιαφέροντα projects!
Κανόνες των Fantasy Wanderer’s Battle
Κάθε Τρίτη και Παρασκευή θα ανεβαίνουν δύο μονομαχίες με τέσσερις από τους 32 φανταστικούς ήρωες και θα έχετε 48 ώρες για να ψηφίσετε τον αγαπημένο σας. Η έκβαση των μαχών θα εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τις ψήφους σας, ακόμα και τις διακυμάνσεις τους κατά τη διάρκεια των δύο ημερών, και το αποτέλεσμα της κάθε μονομαχίας θα ανακοινώνεται με περιγραφή της μάχης, από τις πένες των παραμυθάδων Χρήστο Κεσκίνη και Λειβαδιώτη Αλέξανδρο. Δικαιούστε να ψηφίζετε μόνο μία φορά ανά μονομαχία, αλλά φυσικά μπορείτε να ζητάτε από γνωστούς και φίλους να στηρίξουν τον αγαπημένο σας ήρωα. Σε περίπτωση ισοψηφίας, τότε το αποτέλεσμα καθορίζεται από την αντικειμενική κρίση των συγγραφέων, αφήνοντας στην άκρη συναισθηματισμούς και συμπάθειες και εξετάζοντας καθαρά την πολεμική ικανότητα του κάθε ήρωα (εκτός, φυσικά, του Όλαφ και του Κόναν και δε δεχόμαστε καμία αντίρρηση σε αυτό). Οι περιγραφές των μονομαχιών θα αναρτώνται στο blog του Fantasy Wanderer. Μην ξεχνάτε, όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ημερών της ψηφοφορίας, θα υπάρχουν προσφορές σε επιλεγμένα βιβλία των εκάστοτε ηρώων. (Δημιουργείστε χαρακτήρα για να μη χάνετε τα XP των αγορών σας)
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.