FWB: Αποτέλεσμα Legolas Greenleaf Vs Conan the Cimmerian (Φάση των 32)
Fantasy Wanderer’s Battles
Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
«Κρόμ! Αυτή τη φορά ο Θωθ-Αμόν το παράκανε με τις γητειές του», γρύλισε ο μαυρομάλλης Κιμμέριος. Ήλπιζε να είχε σωθεί η Βαλέρια από τη θαλασσοταραχή που προκάλεσε ο μάγος. Αλλά της είχε εμπιστοσύνη. Όλη της τη ζωή ήταν μόνη. Είχε αντιμετωπίσει τον θάνατο χιλιάδες φορές χωρίς κανένας να το μάθει. Θα τα κατάφερνε. «Πρέπει να τη βρω, μα αυτά τα άστρα μού είναι τελείως άγνωστα. Δε βοηθούν στον προσανατολισμό. Αλλά πρώτα…».
Άρχισε να προχωράει μέσα στο δάσος με το σπαθί στο χέρι, έτοιμος για όλα. Φαινόταν ν’ αναζητά ή να περιμένει κάτι. Με τόσο λίγο φως θα ήταν αδύνατο για έναν κοινό άνθρωπο να κινείται με τόση ευκολία. Όχι όμως ένας Κιμμέριος! Οι Κιμμέριοι μαθαίνουν να πολεμούν Πίκτες μέσα στα δάση των συνόρων τους. Μαθαίνουν να τους βλέπουν ή πεθαίνουν. Έτσι κι αυτός. Παρά το άγνωστο δάσος, είχε αντιληφθεί το ανθρωπόμορφο, λυγερόκορμο πλάσμα με τα μυτερά αυτιά που τον ακολουθούσε αθόρυβα. Το απομάκρυνε εδώ και δύο μέρες από τους συντρόφους του. Ήταν ντυμένο με πρασινωπή φορεσιά που ταίριαζε στο περιβάλλον. Παρόλα αυτά εκείνος ήταν ο Άμρα. Τα μάτια του ξεχώριζαν τον κρυμμένο εχθρό ακόμη και κάτω από αυτές τις συνθήκες. Το έβλεπε να περπατάει με ευκολία πάνω στα κλαδιά των δέντρων, όπως οι πίθηκοι της Νότιας Ζούγκλας γύρω από την Ατλαία, αλλά το έκανε με χάρη Νεμεδιανής χορεύτριας. Τον είχε εντυπωσιάσει. Πίστευε ότι θα τον έχανε μέσα στη νύχτα, μα εκείνο έδειχνε να μη χρειάζεται ξεκούραση. Δεν είχε τολμήσει ακόμη να του επιτεθεί, αλλά δε θα αργούσε. Είχε διακρίνει το μεγάλο περίτεχνο τόξο στην πλάτη του. Και δε σου δίνουν ένα τέτοιο τόξο, αν δεν ξέρεις να το χρησιμοποιείς. Ευχήθηκε για πολλοστή φορά να είχε την ασπίδα του, αλλά όταν βυθίστηκε το πλοίο, έπρεπε να την αφήσει για να κολυμπήσει. Ακόμη και το γυμνασμένο κορμί του δε θα κατάφερνε να φτάσει στην ακτή κρατώντας την ασπίδα του.
Θα είχε από ώρα ανοίξει το βήμα του, μα φοβόταν τους τεράστιους ιστούς στα δέντρα. Είχε πολεμήσει ξανά υπερμεγέθη αράχνη στον Πύργο του Ελέφαντα και δεν ήταν κάτι που θα ήθελε να αντιμετωπίσει. Όχι τουλάχιστον με έναν εχθρό στο κατόπι του. Με προσεκτικές κινήσεις άναψε έναν δαυλό και έκαψε με ευκολία τους ιστούς μπροστά του. Η φωτιά θα κρατούσε τις αράχνες μακριά.
Το ένστικτό του τον προειδοποίησε και με ταχύτητα αίλουρου πήδηξε στο πλάι για να αποφύγει το βέλος που πέρασε δίπλα από το κεφάλι του. Παρά την τεράστια απόσταση και τα πολλά δέντρα που βρίσκονταν ανάμεσά τους, είχε καταφέρει να σωθεί μόλις την τελευταία στιγμή. Τί είδους μαγεία ήταν αυτή;
«Μόνο οι δειλοί πολεμάνε από μακριά. Εμφανίσου επιτέλους!».
Αντί για απάντηση ένα ακόμη βέλος πέταξε προς το μέρος του. Το απέκρουσε με την λεπίδα του σπαθιού του, ενώ κρατούσε τον δαυλό, που ακόμη δεν είχε σβήσει. Τον πέταξε στα ξερά φύλλα μπροστά του. Υπήρχε κίνδυνος να καεί ζωντανός έτσι και το δάσος άρπαζε ολόκληρο, μα ο καπνός που θα σηκωνόταν θα έπαιρνε το πλεονέκτημα από τον τοξότη και ίσως κατάφερνε να τον πλησιάσει. Αλλιώς ήταν σίγουρα χαμένος.
Μαύροι καπνοί σηκώθηκαν γύρω του γρήγορα και ο Κιμμέριος κινήθηκε μέσα τους με ταχύτητα λεοπάρδαλης. Ένα βέλος έσκισε τον ώμο του αλλά κατάφερε να κρυφτεί πίσω από πεσμένους κορμούς δέντρων, μακριά από το φως της φωτιάς. Πίστευε πως είχε κερδίσει λίγες ανάσες, μα τρία βέλη καρφώθηκαν πάνω στον κορμό που τον έκρυβε. Είχε πολεμήσει ξανά ενάντια σε τοξότη, μα κανένας τους δεν ήταν τόσο γρήγορος και εξοικειωμένος με το δασώδες περιβάλλον.
«Παραδώσου ξένε και θα ζήσεις», του φώναξε ο τοξότης. «Ο Θράντουιλ ανυπομονεί να σε ανακρίνει».
Δεν απάντησε, μα ήξερε ότι τον είχε στριμώξει. Ήταν πολύ πιθανό να ακολουθούσαν και άλλοι του είδους του. Θα έκανε αμέσως την κίνησή του. Έσφιξε το σπαθί και με το ελεύθερο χέρι σήκωσε μια μεγάλη πέτρα. Την πέταξε με όλη του τη δύναμη προς τον αντίπαλό του και άρχισε να τρέχει πίσω της. Με λίγη τύχη ίσως να τον αιφνιδίαζε. Έπρεπε να τον φτάσει πριν εκείνος σημαδέψει ξανά.
Όμως, παρά την απέλπιδα προσπάθειά, παρά την ταχύτητα και την ευστοχία της ρίψης του, ο τοξότης ήταν γρηγορότερος. Απέφυγε την πέτρα χορεύοντας πάνω στα κλαδιά και εξαπέλυσε τα βέλη του. Δύο από αυτά τον βρήκαν στον μηρό και ένα έσκισε τον δερμάτινο θώρακα και πλήγωσε ελαφρά το στήθος του. Κανένα από τα τραύματα δεν τον σταμάτησε. Αυτό που τον σταμάτησε όμως ελάχιστα πριν φτάσει τον τοξότη ήταν μια παγίδα από σκοινιά που τυλίχτηκε στον λαιμό του και το δεξί του πόδι. Ουρλιάζοντας προσπάθησε να ελευθερωθεί, μα ένιωσε να πνίγεται.
«Αυτά είναι σκοινιά των Ξωτικών. Μην τραβάς. Όσο τα τραβάς σφίγγουν τον λαιμό σου», του είπε ο τοξότης που πλησίαζε χωρίς να χαλαρώσει ή να κατεβάσει το τόξο του. «Μη νομίζεις ότι δε θα σε σκοτώσω, βάρβαρε, κι ας σε θέλει ζωντανό ο βασιλιάς μου». Ο Κόναν τον κοίταξε με παγωμένο μίσος να βγαίνει από τα γαλάζιο βλέμμα του.
Άφησε το σπαθί να πέσει από το χέρι του και έπιασε το σκοινί που ήταν τυλιγμένο στον λαιμό του με τα δύο χέρια. Οι μύες του φούσκωσαν και με ένα ουρλιαχτό που θύμιζε βρυχηθμό άγριου ζώου προσπάθησε να το κόψει. Δεν ήταν χοντρό σκοινί, όμως δεν είχε υπάρξει ποτέ του περισσότερο δέσμιος. Είχε σπάσει χοντρές αλυσίδες στα μπουντρούμια της Ακουιλονίας με γυμνά χέρια, μα αυτά τα σκοινιά τον έφεραν στα όρια της δύναμής του. Ο λαιμός του πονούσε από το σφίξιμο και δυσκολευόταν να αναπνεύσει, μα εκεί που ένας πολιτισμένος άνθρωπος θα τα παρατούσε, εκείνος συνέχισε να προσπαθεί. Ο τοξότης ήταν σε απόσταση δύο βημάτων με το τόξο να τον σημαδεύει. Όταν πίστεψε ότι οι δυνάμεις του θα τον εγκατέλειπαν, όταν και τα δυνατά του χέρια άρχισαν να καίγονται από την υπερπροσπάθεια, το σκοινί που τον έπνιγε κόπηκε επιτέλους. Χωρίς να χάσει χρόνο έπιασε το μαχαίρι του και ετοιμάστηκε. Ένα βέλος διαπέρασε τον ώμο του, μα δεν έδωσε σημασία. Θα ανησυχούσε αργότερα γι’ αυτό. Επιτέθηκε στον αντίπαλό του, μα το σκοινί στο πόδι περιόριζε τις κινήσεις του. Με μια τιτάνια επίδειξη δύναμης που αψηφούσε τον πόνο τράβηξε το πόδι μαζί με το σκοινί και παρέσυρε τον κομμένο κορμό πάνω στον οποίο ήταν δεμένο. Όρμησε στον τοξότη που έδειχνε να τον κοιτάζει με θαυμασμό. Την τελευταία στιγμή τον απέφυγε και με μία ρευστή κίνηση έβαλε το τόξο στην πλάτη του και έβγαλε ένα μεγάλο κυματιστό μαχαίρι. Η ταχύτητά του εντυπωσίασε τον Κόναν και λίγο έλειψε αυτό να ήταν το τελευταίο λάθος του. Μα ο Κιμμέριος είχε ξεφύγει από μία αγέλη πεινασμένων λύκων την ημέρα που ενηλικιώθηκε, σκοτώνοντας εφτά από αυτούς με γυμνά χέρια. Είχε σκοτώσει λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, τέρατα και θηρία, πριν καν καταφέρει να θεωρηθεί ώριμος άντρας. Δε θα πέθαινε από έναν τοξότη, όσο καλός ή γρήγορος και αν ήταν.
Προσπάθησε να μαχαιρώσει τον τοξότη, μα εκείνος απέφυγε εύκολα τις επιθέσεις του. Και δεν άργησε να περάσει στην αντεπίθεση. Με δυσκολία κατάφερε να πηδήξει πάνω από τη λεπίδα του αντιπάλου του που προσπάθησε να χτυπήσει το πόδι του. Με μια γροθιά στο πρόσωπο κατάφερε να πάρει το πάνω χέρι στη μονομαχία.
«Κρομ! Δώσ’ μου δύναμη…», ούρλιαξε στον αδιάφορο να τον ακούσει Θεό και άρπαξε με το ελεύθερο χέρι τον αντίπαλο από τα μαλλιά και τον λαιμό. Πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει και με μανία, παρά τον πόνο στον ώμο ή ίσως εξαιτίας αυτού, κάρφωσε το μαχαίρι του ξανά και ξανά στον ακάλυπτο λαιμό του αντιπάλου του. Πέρασαν αρκετές στιγμές για να καταλάβει ότι και το μαχαίρι του τοξότη τον είχε καρφώσει στην κοιλιά, και θα τον είχε σκοτώσει, αν δεν είχε εκεί το πουγκί με το λιγοστό του χρυσάφι που σταμάτησε την επίθεση. Ίσως τελικά ο Κρομ να άκουγε… Ο αντίπαλός του ήταν πεσμένος σε μια λίμνη αίματος και των δυο τους. Με κοφτές ανάσες προσπαθούσε να κρατήσει τη ζωή που έφευγε από μέσα του.
Όσο για τον Κόναν, θα φρόντιζε τις πληγές του και θα συνέχιζε να αναζητά την Βαλέρια. Πρώτα όμως… «Έχω ακούσει έμπορους στη Στυγία να αναζητάνε και να πληρώνουν με χρυσό μυτερά αυτιά πλασμάτων σαν αυτό εδώ…», είπε και το γέλιο του ακούστηκε δυνατά μέσα στην ησυχία του δάσους.
Επική μονομαχία
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του μεγαλύτερου τοξότη, ανάμεσα στους Πρωτογέννητους, είχε να αντιμετωπίσει έναν πολεμιστή που γεννήθηκε, ενηλικιώθηκε και ανδρώθηκε στο πεδίο της μάχης. Στην αρχή το τόξο έδωσε στο Λέγκολας ένα μικρό προβάδισμα έξι ψήφων, μα η θέληση για ζωή του Κόναν του έδωσε την τελική νίκη με σκορ 35-21. Έτσι, περνάει στη φάση των 16, όπου όπως είδαμε τον περιμένει ο Ντριντζτ, με την μονομαχία να έχει οριστεί την Τρίτη 27 Ιουνίου στις 12:00.
Κανόνες των Fantasy Wanderer’s Battle
Κάθε Τρίτη και Παρασκευή θα ανεβαίνουν δύο μονομαχίες με τέσσερις από τους 32 φανταστικούς ήρωες και θα έχετε 48 ώρες για να ψηφίσετε τον αγαπημένο σας. Η έκβαση των μαχών θα εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τις ψήφους σας, ακόμα και τις διακυμάνσεις τους κατά τη διάρκεια των δύο ημερών, και το αποτέλεσμα της κάθε μονομαχίας θα ανακοινώνεται με περιγραφή της μάχης, από τις πένες των παραμυθάδων Χρήστο Κεσκίνη και Λειβαδιώτη Αλέξανδρο. Δικαιούστε να ψηφίζετε μόνο μία φορά ανά μονομαχία, αλλά φυσικά μπορείτε να ζητάτε από γνωστούς και φίλους να στηρίξουν τον αγαπημένο σας ήρωα. Σε περίπτωση ισοψηφίας, τότε το αποτέλεσμα καθορίζεται από την αντικειμενική κρίση των συγγραφέων, αφήνοντας στην άκρη συναισθηματισμούς και συμπάθειες και εξετάζοντας καθαρά την πολεμική ικανότητα του κάθε ήρωα (εκτός, φυσικά, του Όλαφ και του Κόναν και δε δεχόμαστε καμία αντίρρηση σε αυτό). Οι περιγραφές των μονομαχιών θα αναρτώνται στο blog του Fantasy Wanderer. Μην ξεχνάτε, όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ημερών της ψηφοφορίας, θα υπάρχουν προσφορές σε επιλεγμένα βιβλία των εκάστοτε ηρώων. (Δημιουργείστε χαρακτήρα για να μη χάνετε τα XP των αγορών σας)
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.