Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης
Ιστορίες γύρω από τη φωτιά
Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
«Δεν υπάρχει Άγιος-Βασίλης! Τα δώρα τα βάζουν κάτω από το δέντρο η μαμά και ο μπαμπάς! Αν υπάρχει, γιατί δεν τον φωτογραφίζεις;»
Τα λόγια του Κωνσταντίνου αντηχούσαν στο μυαλό του επτάχρονου Αλέξανδρου, όσο ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ο Κωνσταντίνος άλλωστε ήταν μεγάλος. Είχε κλείσει ήδη τα έντεκα και πήγαινε στην Έκτη. Κι όμως, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι του έλεγε αλήθεια. Πώς μπορούσε να μην υπάρχει Άγιος-Βασίλης; Και γιατί να του λένε ψέματα η μαμά και ο μπαμπάς; Κάθε χρόνο, μαζί πηγαίνανε στο ταχυδρομείο να στείλουν το γράμμα με τα δώρα που ήθελε.
Την τελευταία φορά του είχανε πει μάλιστα να κάνει λίστα με τα πέντε δώρα που επιθυμούσε και να ζητήσει από τον Άγιο να του φέρει μόνο το ένα, για να του δείξει πόσο καλό παιδάκι ήταν. Έτσι φέτος του είχε ζητήσει μόνο ένα ποδήλατο. Τίποτα άλλο δεν θα τον έκανε περισσότερο ευτυχισμένο.
Και τώρα του έλεγε ο Ντίνος ότι δεν υπάρχει; Μα… την περασμένη χρονιά τον είχε δει στην αυλή τους! Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, όταν ένας περίεργος θόρυβος τον ξύπνησε. Σηκώθηκε χωρίς να κάνει θόρυβο και κοίταξε από το παράθυρο αγουροξυπνημένος. Και ήταν εκεί! Όπως τον περιέγραφαν τα χριστουγεννιάτικα βιβλία που τόσο του άρεσαν. Το χιόνι έπεφτε πυκνό γύρω του, αλλά ήταν σίγουρα εκείνος. Δεν είδε πουθενά το έλκηθρό του, αλλά είχε δει την κόκκινη φορεσιά του. Μέχρι όμως να τρίψει τις τσίμπλες από τα μάτια του, ο Άγιος είχε εξαφανιστεί. Αυτός όμως ήξερε! Την επόμενη ημέρα έτρεξε στην αυλή και είδε μέχρι και τις πατημασιές του. Και δεν του φάνηκε περίεργο που τα Χριστούγεννα δεν είχαν φτάσει ακόμη. Ήταν 5 Δεκεμβρίου, το θυμόταν μια και στις 6 γιόρταζε ο μπαμπάς, μα οι γονείς του τού είχαν εξηγήσει πολλές φορές ότι ακόμη και ένας Άγιος δε μπορούσε να πάει όλα αυτά τα δώρα σε μόλις ένα βράδυ. Θα έφερνε τα δώρα όποτε μπορούσε και αυτά θα εμφανίζονταν μαγικά κάτω από το δέντρο τους την ημέρα των Χριστουγέννων. Ακόμη και ο Ντίνος συμφωνούσε σε αυτό.
«Τα Χριστούγεννα αρχίζουν από την πρώτη του Δεκέμβρη και τελειώνουν τα Φώτα. Όλοι το ξέρουν αυτό. Γι’ αυτό με το που μπαίνει ο Δεκέμβρης στο σχολείο κάνουμε μαθήματα σχετικά με τις γιορτινές ημέρες» είχε πει, κάνοντας τον παντογνώστη για άλλη μια φορά.
Θα του δείξω εγώ. Θα τον περιμένω κάθε βράδυ, αν χρειαστεί, και θα τον φωτογραφίσω. Θα δει τότε ο κύριος Εξυπνάκιας.
Κάθε βράδυ του Δεκέμβρη, με το που όλα τα φώτα έσβηναν στο σπίτι και όλοι κοιμούνταν στα ζεστά τους κρεβάτια, ο Αλέξανδρος άφηνε το δικό του, άνοιγε αθόρυβα το συρτάρι του Ντίνου, έπαιρνε τη φωτογραφική του αδερφού του και, προχωρώντας αργά στις μύτες των ποδιών του, κατέβαινε στο σαλόνι του σπιτιού τους. Ακόμη και όταν δύο φορές παραλίγο να τον κάνουν τσακωτό, δε πτοήθηκε. Ήταν αποφασισμένος για όλα. Δε θα σταματούσε, αν δεν έπιανε τον Άγιο στα πράσα. Έτσι και σήμερα, ένα χρόνο μετά από εκείνη τη φορά που τον είδε στην αυλή, κάθισε στην αγαπημένη πολυθρόνα του μπαμπά και σκέφτηκε ότι και μόνο αυτό ήταν αρκετό για να βρει τον μπελά του. Χαμογέλασε. Στο τζάκι, τα ξύλα είχαν αρχίσει να σβήνουν από ώρα και ο Αλέξανδρος αγκάλιασε το σώμα του για να διώξει το κρύο. Νύσταζε και αρκετές φορές τον πήρε ο ύπνος για λίγες στιγμές, μα το πείσμα δεν τον άφηνε. Θα αποτύπωνε σε φωτογραφία τον Άγιο-Βασίλη την ώρα που έβαζε τα δώρα κάτω από το στολισμένο δέντρο.
Κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του. Θα πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για μια ακόμη φορά περιμένοντας. Δεν είχε ξημερώσει και οι γονείς του παρέμεναν στο κρεβάτι τους. Ο μπαμπάς μάλιστα ροχάλιζε του καλού καιρού. Κοίταξε κάτω από το δέντρο και δεν είδε κανένα καινούργιο δώρο. Άρα ο Άγιος δεν είχε έρθει ακόμη. Ίσως δεν ήταν ούτε σήμερα η σειρά τους.
Νόμιζα θα γινόταν. Αφού σαν σήμερα ήρθε…
Απογοητευμένος, ετοιμάστηκε να ανέβει και πάλι στο δωμάτιό του για να μην αφήσει ίχνη, όταν ξαφνικά άκουσε ένα θόρυβο έξω από το σπίτι. Μισάνοιξε την πόρτα και κοίταξε με μεγάλη προσοχή από τη μικρή χαραμάδα. Αυτό που είδε τον έκανε να σαστίσει, αν και το ευχόταν. Ήταν ο Άγιος! Με την κόκκινη φορεσιά του, τον μεγάλο σάκο του και την πλούσια γενειάδα του! Ο Αλέξανδρος ξαναπήγε ήσυχα στην πολυθρόνα και κάθισε περιμένοντας με αγωνία. Λίγα λεπτά μετά, το παράθυρο του σαλονιού άνοιξε και μία κόκκινη μπότα ξεπρόβαλε πίσω από την κουρτίνα. Ο Αλέξανδρος πλημμύρισε από ανυπομονησία, μα ήξερε πως, αν δεν περίμενε την κατάλληλη στιγμή, κανένας δε θα τον πίστευε. Κρύφτηκε πίσω από την πολυθρόνα και παρακολουθούσε τον Άγιο να κινείται στο σκοτάδι, ώσπου έφτασε στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού που ήταν φορτωμένο με κάθε λογής γλυκά λόγω των ημερών. Πήρε μια μεγάλη χούφτα γλυκίσματα και τα έχωσε στο στόμα του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τα είχε φάει και άρπαξε το ποτήρι γάλα από το τραπέζι. Αυτό το έθιμο ο Αλέξανδρος ποτέ του δεν το είχε καταλάβει, αλλά να που η μητέρα του είχε δίκιο όταν άφηνε κάθε χρόνο γλυκά “για τον κουρασμένο Άγιο”, όπως έλεγε.
Αμέσως μετά, ο Άγιος πήγε προς τον σάκο που είχε αφήσει κάτω από το δέντρο και τον άνοιξε. Ο Αλέξανδρος προσπάθησε να κοιτάξει τεντώνοντας τον λαιμό του πάνω από την κρυψώνα του. Πάντα αναρωτιόταν πως χωρούσαν παιχνίδια για όλα τα παιδιά του κόσμου σε ένα σάκο. Και πώς τα κουβαλούσε ο Άγιος; Δεν κατάφερε να διακρίνει κάτι, κατάλαβε όμως ότι είχε έρθει η ώρα που περίμενε. Ο Άγιος ήταν μπροστά στο δέντρο τους κρατώντας τον σάκο του. Έπιασε την κρεμασμένη από τον λαιμό του φωτογραφική μηχανή και την ενεργοποίησε.
«Άγιε-Βασίλη!»
«Όχι ακριβώς» ακούστηκε μία μπάσα φωνή. Πάτησε το κουμπί για να τραβήξει φωτογραφία λίγα δευτερόλεπτα πριν ανακαλύψει το λάθος του. Δυο δυνατά χέρια των άρπαξαν και τον έβαλαν στον σάκο.
─
«Αλέξανδρε! Κωνσταντίνε! Ελάτε, το πρωινό είναι έτοιμο.»
«Μαμά, ο Αλέξανδρος δεν είναι στο δωμάτιό μας» είπε ο Κωνσταντίνος. «Βάζω στοίχημα πως θα είναι στην αυλή και θα παίζει χιονοπόλεμο».
«Περίεργο! Δεν τον είδα να κατεβαίνει. Μπορείς να τον φωνάξεις σε παρακαλώ;»
«ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΕΕΕΕΕ!… Μμμ… ούτε εδώ είναι…»
─
Δύο ώρες μετά, οι γονείς του μικρού Αλέξανδρου και η αστυνομία δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Πρώτα εντόπισαν τα λασπωμένα ίχνη από μπότες στο σαλόνι και στην αυλή. Όμως μετά από μερικά βήματα τα ίχνη χάνονταν. Ανακάλυψαν μια κουνημένη φωτογραφία από την φωτογραφική Polaroid που έδειχνε κάποιον ντυμένο Άγιο-Βασίλη. Πίσω από την πλάτη του – ή μήπως έβγαιναν από τα μαλλιά του; – υπήρχαν κλαδιά δέντρων. Τα μάτια του έλαμπαν κόκκινα από το φλας και η στολή του Άγιου φαινόταν άπλυτη και πολύ βρώμικη. Υπέθεσαν ότι η φωτογραφία πήρε φως και σκέφτηκαν ότι αυτό ευθυνόταν για τις περίεργες αυτές σκιές. Έτσι τελικά όλοι απέδωσαν την απαγωγή του μικρού παιδιού σε ένα άρρωστο μυαλό. Όλοι εκτός από τον Κωνσταντίνο.
Αυτός, πήρε κρυφά τη φωτογραφία και την πήγε στο δωμάτιό του. Άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε από εκεί διάφορες φωτογραφίες που είχε τραβήξει με την Polaroid, από τη στιγμή που του την είχε χαρίσει η Θεία Λένα στα δέκατα γενέθλιά του. Κάτω-κάτω υπήρχε μια παρόμοια φωτογραφία. Κάποιος ντυμένος σαν τον Άγιο Βασίλη, με μάτια κατακόκκινα και από το στόμα να τρέχουν σάλια, σαν να ήταν λυσσασμένος. Ήταν πανύψηλος και είχε μακριά νύχια και πλούσια, αν και απεριποίητα, άσπρα γένια. Στα άπλυτα μαλλιά του υπήρχαν μπερδεμένα κλαδιά δέντρων και καμπούριαζε αρκετά καθώς κουβαλούσε έναν τεράστιο βρώμικο σάκο. Την είχε τραβήξει πριν ακριβώς έναν χρόνο, όταν και ο ίδιος αναρωτιόταν αν υπάρχει τελικά ο Άγιος-Βασίλης. Αργότερα, αναζητώντας στον ίντερνετ, έμαθε πως αυτός λεγόταν Κράμπους και ήταν ο αδερφός του Αγίου. Κρατούσε τη λίστα με τα άτακτα παιδάκια και φρόντιζε να πάρουν το μάθημά τους. Το θυμήθηκε και χαμογέλασε. Τακτοποίησε και τη νέα φωτογραφία μαζί με την παλιότερη, κρύβοντάς τες στο βάθος του συρταριού, μαζί με τη φωτογραφική. Ακόμη χαμογελούσε όταν ξάπλωσε και τεντώθηκε στο κρεβάτι του. Επιτέλους, ήταν ξανά το μοναχοπαίδι της οικογένειας. Τα δώρα και τα παιχνίδια ήταν πια μόνο δικά του. Σε αυτές και σε όλες τις γιορτές.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.