Χριστούγεννα… ξανά
Ιστορίες γύρω από τη φωτιά
Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης
Χριστούγεννα… Χιόνιζε από το πρωί και χαρούμενες παιδικές φωνές ακούγονταν σε κάθε γειτονιά. Φωτάκια και στολισμένα δέντρα μοιάζουν βγαλμένα από παραμύθι. Κουλουράκια και άλλα λαχταριστά εδέσματα χάριζαν την ευωδία τους σε όλη την πόλη.
Κοιτούσε από το παράθυρο πίνοντας ζεστό καφέ. Ήταν η μόνη ημέρα που επέτρεπε τον εαυτό του να πιει καφέ. Τα νεύρα του ήταν τεντωμένα τα τελευταία χρόνια και ο γιατρός του το είχε απαγορεύσει. Όμως, μία τέτοια μέρα επέτρεπε στον εαυτό του μία μεγάλη κούπα αχνιστού καφέ. Ήταν Χριστούγεννα. Όλα επιτρέπονταν.
Χαμογέλασε. Δεν το έκανε συχνά. Το χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, έδειχνε ξένο εκεί. Εδώ και δέκα χρόνια, δεν άφηνε τον εαυτό του να χαλαρώσει. Από… εκείνη την καταραμένη μέρα.
Το σπίτι του ήταν το μοναδικό σκοτεινό σπίτι της πόλης. Ήταν το μοναδικό που κανένα παιδί δεν περνούσε να τραγουδήσει τέτοιες μέρες. Δεν ήταν στολισμένο και από μέσα του δεν ακούγονταν χαρούμενες φωνές. Και πως θα μπορούσε άλλωστε…
Μισούσε τα χριστουγεννιάτικα δέντρα! Μισούσε τα κάλαντα! Μισούσε τα στολίδια! Μισούσε Τα Χριστούγεννα. Δεν ήθελε να ακούει αυτά τα χαζοχαρούμενα τραγουδάκια. Μα περισσότερο από όλα μισούσε τους άγιους Βασίληδες! Τους ψεύτες που εκμεταλλεύονται το κλίμα των γιορτών προς όφελος των αρρωστημένων ορέξεών τους.
Πριν από δέκα χρόνια, ανήμερα Χριστούγεννα, όλη η χαρά της ζωής του έσβησε σε μία στιγμή. Το δωδεκάχρονο κοριτσάκι του, ο μοναδικός λόγος ύπαρξης από την στιγμή που η γυναίκα του πέθανε, βρέθηκε νεκρό! Βιασμένο, κατακρεουργημένο, σκοτωμένο και πεταμένο στα σκουπίδια έξω από το εμπορικό κέντρο. Και όλα αυτά γιατί ήθελε να δει από κοντά τον Άγιο Βασίλη – όπως διαφήμιζαν – και να του ζητήσει μόνη της το δώρο της για τα Χριστούγεννα. Ο ίδιος, αν και αρνητικός στην αρχή, δεν ήθελε να της χαλάσει χατίρι και ενέδωσε στις πιέσεις της. Άλλωστε, το κοριτσάκι του μεγάλωνε. Πιθανότατα την επόμενη χρονιά δε θα πίστευε καν στον Άγιο Βασίλη.
Πήγαν εκεί μία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα και περίμεναν υπομονετικά την σειρά τους. Είχε μάλιστα τολμήσει να ψάξει για το δώρο που ο ίδιος θα της αγόραζε. Και τότε, εκείνη απλά χάθηκε! Την μία στιγμή βρισκόταν δίπλα του και την επόμενη είχε εξαφανιστεί! Την φώναξε, την έψαξε και κάλεσε την ασφάλεια αμέσως. Έκλαψε πικρά, καταράστηκε τον εαυτό του, έβρισε όπως δεν είχε βρίσει ποτέ του. Μα ό,τι και αν έκανε, δεν την ξαναείδε ζωντανή!
Βρέθηκε το πρωινό της καταραμένης γιορτής από έναν περαστικό. Το σώμα της ήταν χτυπημένο βάναυσα και βρωμούσε αλκοόλ. Το μόνο στοιχείο που υπήρχε για να βοηθήσει στον εντοπισμό του δολοφόνου ήταν ένα κομμάτι από στολή άγιου Βασίλη που βρέθηκε να κρατάει σφιχτά στα άψυχα χεράκια της.
Παρ’ όλες έρευνες – και παρά τις πιέσεις του – ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ. Το έγκλημα είχε περάσει στην λίστα με τα ανεξιχνίαστα και σιγά-σιγά ξεχάστηκε. Από όλους εκτός από τον ίδιο. Πως θα μπορούσε να ξεχάσει; Ακόμη και αν δεν είχε μορφή, ο δολοφόνος του είχε στερήσει το χαμόγελο. Του είχε κλέψει την χαρά…
Μέχρι σήμερα! Σήμερα μπορούσε να χαμογελάσει ξανά! Έστω και βεβιασμένα. Είχε βρει τον δολοφόνο του κοριτσιού του! Τον είχε εντοπίσει μετά από έρευνες χρόνων. Τον βρήκε μεθυσμένο, ντυμένο και πάλι σαν άγιο Βασίλη. Το θράσος του τον είχε κάνει έξω φρενών και παραλίγο να τα καταστρέψει όλα.
Όμως, κατάφερε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Τον ακολούθησε και όταν βρήκε ευκαιρία τον νάρκωσε με μία σύριγγα. Τον έβαλε στο αυτοκίνητό του και οδήγησε ψύχραιμα μέχρι το σπίτι του. Αφού τον μετέφερε στο υπόγειο, τον έδεσε με αλυσίδες που είχε αγοράσει ειδικά γι αυτόν τον σκοπό. Μετά τον πρώτο χρόνο, είχε αποφασίσει πως δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη της πολιτείας και είχε μεταμορφώσει το υπόγειο του σπιτιού του σε φυλακή. Ήθελε να είναι σίγουρος πως όταν εντόπιζε τον δολοφόνο της κόρης του θα τον έκανε να το πληρώσει. Η ημέρα που καρτερούσε είχε φτάσει επιτέλους. Το χαμόγελό του είχε επιστρέψει!
Τελείωσε τον καφέ του και κατέβηκε στο υπόγειο κρατώντας ένα κυνηγετικό μαχαίρι. Του το είχε αγοράσει το κοριτσάκι του με δικά της χρήματα την ημέρα των γενεθλίων του. Των τελευταίων γενεθλίων που γιόρτασε ποτέ του. Με χρήματα που είχε μαζέψει -ω τι ειρωνεία- τραγουδώντας τα κάλαντα. Θεώρησε σωστό με αυτό να εκδικηθεί τον θάνατό της. Άναψε το φως και κατέβηκε την σκάλα. Αμέσως άκουσε τις κραυγές του δολοφόνου:
«Ποιος είσαι. Άσε με να φύγω. Δεν έκανα τίποτα. Προσπαθούσα απλά να βγάλω λίγα χρήματα… Σου υπόσχομαι πως δεν θα πω σε κανέναν τίποτα. Άσε με να φύγω…»
Είχαν προηγηθεί απειλές και βρισιές. Δεν είχαν αποδώσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα των παρακλήσεων. Ούτε αυτές θα απέδιδαν. Αλήθεια, τι περίμενε; Πως θα τη γλίτωνε έτσι απλά;
Τον είδε δεμένο γυμνό στον απέναντι τοίχο. Εκεί ακριβώς που τον είχε αφήσει. Σήκωσε το μαχαίρι.
«Αυτό γιατί βίασες το κοριτσάκι μου» είπε και με μία κίνηση έκοψε τα γεννητικά όργανα του δολοφόνου. Εκείνος ούρλιαξε… Όπως ίσως ούρλιαζε και το κοριτσάκι του στα δικά του χέρια. Αμέσως αίμα πλημμύρισε το δάπεδο…. Όπως είχε πλημμυρίσει και το αίμα της κόρης του κάποιο βρώμικο υπόγειο…
Τον άφησε να πεθάνει από αιμορραγία. Δε του άξιζε γρήγορος θάνατος. Δεν τον ένοιαζαν τα ουρλιαχτά. Είχε ηχομονώσει το υπόγειο τόσο καλά που κανένας δεν θα άκουγε τίποτα. Κάθισε απέναντι από τον δολοφόνο και απόλαυσε τις στιγμές – ώρες; – μέχρι να ξεψυχήσει. Ένιωθε χαρούμενος ξανά μετά από δέκα χρόνια. Αυτά τα Χριστούγεννα είχαν νόημα. Τώρα μπορούσε να γιορτάσει…
**********
«Κυρίες και Κύριοι καλησπέρα σας. Καλώς ήρθατε στις ειδήσεις των 20.30.
Ακόμη ένα θύμα του δολοφόνου του Άγιου Βασίλη βρέθηκε σήμερα, κατακρεουργημένο δίπλα στα σκουπίδια του εμπορικού κέντρου. Να θυμίσουμε πως είναι η δέκατη συνεχόμενη χρονιά που κάποιος άτυχος βρίσκεται νεκρός, δολοφονημένος την ημέρα των Χριστουγέννων. Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα θύματα, εκτός από τη στολή του Άγιου Βασίλη και τον χώρο που ανακαλύφθηκαν τα ακρωτηριασμένα πτώματα, η χαραγμένη στο στήθος τους φράση:
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΣΕ ΒΡΗΚΑ!»
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.