m
Back to Top
Oute ena gliko kato apo to dentro

Ούτε ένα γλυκό κάτω από το δέντρο;

Ιστορίες γύρω από τη φωτιά

Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης

Με τα Χριστούγεννα να πλησιάζουν, δε γίνεται το μυαλό μου να μην πηγαίνει στην αλλόκοσμη εμπειρία που έζησα πριν μερικά χρόνια. Θυμάμαι ακόμα πως αναρίγησα βλέποντας αυτά τα πλάσματα… Ακούγοντας τις φωνές τους… Μυρίζοντας τη δυσωδία τους… Αλλά καλύτερα να ξεκινήσω την εξιστόρηση από την αρχή. Αν και η μνήμη μου είναι ακόμα θολή…

 

Ούτε ένα γλυκό κάτω από το δέντρο;

«Ούτε έναν κουραμπιέ, ούτε ένα μελομακάρονο, ούτε τίποτα; Πάρτε τον!»

Αυτό θυμάμαι μόνο… Να ακούω αυτή την σφυριχτή, απόκοσμη φωνή μέσα στον ύπνο μου και να λέω ότι φταίει το δείπνο που μας είχαν κάνει οι γονείς μου. Παραέφαγα και παραήπια, είχα σκεφτεί, αλλά χαλάλι. Παραμονή Χριστουγέννων ήταν. Όταν, όμως, άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω μου, πείστηκα ότι ούτε το φαντάστηκα, ούτε έφταιγε το πιοτό. Με είχαν απαγάγει.

Βρισκόμουν αλυσοδεμένος, φιμωμένος, πάνω σε έναν γάιδαρο, που τον τραβολογούσε ένα αλλόκοτο πλάσμα. Μια σκουρόχρωμη, ψιλόλιγνη φιγούρα, με στραβά πόδια και μακριά ουρά. Αλλά το πιο ανατριχιαστικό ήταν ο λαιμός του. Σα να μην είχε κόκκαλα. Σα να ήταν στριμμένος τόσες φορές, που κρατούσε το φαλακρό κεφάλι του με δυσκολία πάνω στους στενούς του ώμους, αφήνοντάς το να ταλαντεύεται δεξιά κι αριστερά, ακολουθούμενο το άτσαλο περπάτημά του.

Άθελά μου ένα μουγκρητό απέχθειας γεννήθηκε μέσα από το λαρύγγι μου, κάνοντας τον στριμμένο λαιμό του πλάσματος να γυρίσει άλλες 180 μοίρες αριστερά προς το μέρος μου. Δύο σχιστά και ασύμμετρα μάτια με κοίταξαν, κόβοντάς μου την ανάσα.

«Επιτέλους ξύπνησε!» ακούστηκε μια βραχνή φωνή από κάτω μου και μέσα σε μια στιγμή έπεσα με ορμή στο χώμα. Το γαϊδούρι, που λίγο πριν καβαλούσα, είχε μεταμορφωθεί σε ένα παρόμοιο, αλλόκοσμο πλάσμα. Στραβά πόδια στήριζαν ένα παχύ, τριχωτό κορμί, ενώ ένα χοντροκομμένο κεφάλι, με τεράστια αφτιά και πονηρά μάτια, κινούνταν κυκλικά, σα να προσπαθούσε να ξεπιαστεί. «Βαρέθηκα να τον κουβαλάω όλο το βράδυ, τον αναθεματισμένο!».

«Σταμάτα μωρέ, γκρινιάρη Πλανήταρε!» μούγγρισε το άλλο πλάσμα. «Από τη Θεσσαλονίκη τον κουβαλάς. Πού να παίρναμε και τον άλλον από το Ροβανιέμι…» συνέχισε στρίβοντας κι άλλο το κεφάλι του αριστερά, ώσπου ξάφνου, λες και έφτασε στο τέρμα ο λαιμός του, άρχισε να σβουρίζεται δεκαπέντε-είκοσι γύρες προς τα δεξιά, μέχρι να ισιώσει και να σταματήσει. Το πλάσμα στραβοπάτησε για λίγο ζαλισμένο και επέστρεψε στην πορεία του, σα να μη συνέβη τίποτα.

«Ας είναι καλά ο άλλος, ο Πάγανος, που τρόμαξε από το αλάτι στην φωτιά και το βάλαμε όλοι μας στα πόδια» απάντησε το, μέχρι πρότινος, υποζύγιό μου.

«Τι είστε;» είπα, χωρίς καν να αντιληφθώ ότι το βρομερό πανί που μου έφραζε το στόμα, είχε χαλαρώσει κι είχε κατέβει από την πτώση, ελευθερώνοντας τη μιλιά μου.

«Τι είμαστε;» ρώτησε έκπληκτος ο Πλανήταρος, μην πιστεύοντας στα τεράστια αφτιά του.

«Πώς γίνεται κάποιος να μην καταλαβαίνει τι είμαστε;» απόρησε με τη τσιριχτή  του φωνή ο Στραβολαίμης. «Δεν έχεις ξαναδεί Καλικαντζάρους;».

«Καλικαντζάρους;» παραμίλησα κι αμέσως από πίσω μου, σαν κοροϊδευτική ηχώ, άκουσα την φωνή μου να επαναλαμβάνει την λέξη. Γύρισα και είδα άλλα δύο πλάσματα να βγαίνουν μέσα από τις σκιές. Έναν κοντό με τεράστια, σαν αυγά και πεταμένα έξω μάτια, κι έναν ψηλός με μακριά, μαλακιά σαν προβοσκίδα μύτη. Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά η καρδιά μου άρχισε έναν ξέφρενο χορό, μόλις κατάλαβα ότι δεν είχα μιλιά. Σα να μουγγάθηκα από το πουθενά.

«Καλώς τους, τον Γουρλό και τον Παρωρίτη» τους καλωσόρισε ο Στραβολαίμης. «Δεν κατάλαβα ότι ξημερώνει…». Ο πανικός μου γιγαντώθηκε, όταν άκουσα το πλάσμα με την προβοσκίδα να απαντά με τη φωνή μου.

«Αλλιώς δε θα ήμουν εδώ. Ο Γουρλός σας είδε από μακριά κι είπαμε να έρθουμε να δούμε τι φέρνεται».

«Τι να φέρνουμε…» απάντησε ο Πλανήταρος, συνεχίζοντας την προσπάθεια να ισιώσει το θεόστραβο κορμί του. «Έναν ακόμα, που δε θέλησε να αφήσει ούτε έναν κουραμπιέ, ούτε ένα μελομακάρονο για να φάμε» είπε, καρφώνοντας το αλλήθωρο βλέμμα του πάνω μου. «Ούτε ένα γλυκό κάτω από το δέντρο!».

«Θα χαρεί ο Μανδρακούκος» χαχάνισε με την λεπτή, ψευδή λαλιά του, ο Γουρλός.

«Αν φτάσουμε στην ώρα μας!» τόνισε ο Στραβολαίμης. «Σηκώστε τον και πάμε, γιατί σε λίγο λαλεί ο πετεινός» συνέχισε και στραβά, κακοσχηματισμένα χέρια με τράβηξαν και με έσπρωξαν, ώστε να προχωρήσω μαζί τους.

Προσπαθούσα μάταια να μιλήσω, αλλά δεν έβγαζα ούτε άχνα. Η απελπισία πλάκωσε την καρδιά μου. Κοίταξα γύρω μου και μόνο τότε είδα στο αδύναμο λυκαυγές, ανάμεσα στις νωθρές αχτίνες του ήλιου που έσχιζαν το παχύ σκοτάδι, ότι προχωρούσαμε σε ένα παραδοσιακό, πλακόστρωτο δρομάκι. Ένθεν κι ένθεν βρισκόντουσαν περιποιημένα λευκά σπίτια, με μπλε παραθυρόφυλλα και πόρτες. Παντού επικρατούσε ησυχία όμως, και ερημιά γέμιζε την ατμόσφαιρα.

Προσπαθούσα να καταλάβω που βρισκόμουν, ώσπου ένας υπόκωφος κρότος έφερε στο μυαλό μου τη φράση που άκουγα τόσες μέρες στις ειδήσεις: το ηφαίστειο του νησιού των ερωτευμένων βρυχάται. Βρισκόμουν στη Σαντορίνη!

Τι άλλο θα συμβεί αυτό το έτος, θυμάμαι να σκέφτομαι πριν καναδυό μήνες, διαβάζοντας στο ίντερνετ, ότι μια μέρα μετά την επίσκεψη του πρωθυπουργού της χώρας μας στη Θήρα, σεισμικές δονήσεις και ατμίδες που ξεγλιστρούσαν από τη Νέα Καμένη, σηματοδότησαν το ξύπνημα του ηφαιστείου.

Λίγες εβδομάδες πριν τα Χριστούγεννα, η Πολιτική Προστασία είχε διατάξει την εκκένωση του νησιού και τώρα, που ένας θεός ήξερε τι μέρα ξημέρωνε, περπατούσα στα έρημα σοκάκια της Σαντορίνης, συνοδευόμενος από Καλικαντζάρους.

 

«Ωχ, ωχ! Πονάνε τα ποδάρια μου!» παραπονέθηκε ο Πλανήταρος, έπειτα από μερικό επίπονο περπάτημα, όπου σκόνταφτε συνέχεια στους λίθους του δρόμου. «Γιατί δεν ασφαλτοστρώνουν και αυτά τα δρομάκια;».

«Σταμάτα μωρέ, μίρλα!», τον μάλωσε ο Στραβολαίμης. «Προτιμούσα το γκάρισμά σου, όσο είχες μεταμορφωθεί σε γάιδαρο, από ότι τώρα που ακούω την αγριοφωνάρα σου!» είπε και, κοιτάζοντας πονηρά τον Καλικάντζαρο με την προβοσκίδα, συνέχισε «Να πώς να φανείς χρήσιμος για μια φορά στη ζωή σου, Παρωρίτη… Πάρ’ του κι αυτουνού τη φωνή!».

«Ξες πολύ καλά, ότι μόνο ανθρώπων τις λαλιές μ’ αρέσει να παίρνω», άκουσα, με έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου, την φωνή μου, να βγαίνει μέσα από τη σιχαμερή προβοσκίδα του. Αλλά, προτού προλάβω να αντιδράσω, μια δυσωδία εισχώρησε βίαια στα ρουθούνια μου, ανακατεύοντας τα σωθικά μου.

«Γεια σου, Καταχάνα!» τσίριξε ο Γουρλός. Ήμουν έτοιμος να ξεράσω από την βρόμα, όταν τον είδα. Ένας πάνχοντρος και κακάσχημος Καλικάντζαρος, καθόταν χάμω, δίπλα σε έναν σκουπιδοτενεκέ, καταβροχθίζοντας μια μάζα από χαλασμένα φαγητά και φρέσκα Χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, ακουμπισμένα στην τεράστια κοιλιά του.

Αφού άνοιξε το στραβό, μεγάλο του στόμα για να απελευθερώσει ένα μακρόσυρτο ρέψιμο, είπε, αφήνοντας κομμάτια φαγητού να πέσουν από τα σάπια δόντια του. «Βρε, βρε να κι οι τελευταίοι! Τι καλούδια μου φέρατε;».

«Να… να…», ξεκίνησε με την τσιριχτή του φωνή ο Στραβολαίμης, αφού πρώτα το κεφάλι του έκανε μια αριστερόστροφη σβούρα. «Έφερα μελομακάρονα, κουραμπιέδες, μπισκότα,…» έλεγε και πετούσε τα γλυκά στο μεγάλο στόμα του Καταχάνα, ο οποίος τα κατέβαζε αμάσητα.

Το ίδιο έγινε και με τον Πλανήταρο, τον Παρωρίτη και τον Γουρλό, και μόνο μόλις καταβρόχθισε και τον τελευταίο κουραμπιέ, γύρισε προς το μέρος μου, κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω με τα μαύρα, μεγάλα του μάτια.

«Λίγο μεγάλος δεν είναι αυτός;».

«Γι’ αυτό φέραμε μόνο έναν» απάντησε πονηρά ο Πλανήταρος.

«Οι υπόλοιποι ήρθαν;» ρώτησε ο Στραβολαίμης, κάνοντας άλλη μία σβούρα με το κεφάλι του.

«Όλοι» αποκρίθηκε ο Καταχάνας, ρίχνοντας στο στόμα του ένα μεγάλο μέρος της μάζας, που βρισκόταν πάνω στην κοιλιά του. «Ο Τρικλοπόδης, ο Μαλαπέρδας, ο Περίδρομος, ο Κουλοχέρης, ο Κοψομεσίτης, κι όλοι οι υπόλοιποι» διέκοψε τη φράση του ένα δυνατό ρέψιμο. «Και φυσικά ο Μαλαγάνας, που για άλλη μία φορά, έφερε τα περισσότερα γλυκά».

«Ε, τον άτιμο» ψεύδισε ο Γουρλός. «Δεν παίζεται στο πως ξεγελά τα παιδιά με γλυκόλογα και τους παίρνει τα γλυκά».

«Πρέπει να μπούμε, όμως είπε ο Πλανήταρος, ακούγοντας από κάπου μακριά κάποιον πετεινό.

Χωρίς να μιλήσει και συνεχίζοντας να μασουλά, ο Καταχάνας χτύπησε τα δάχτυλα του χεριού του και μια σκουρόχρωμη, μαγική τρύπα εμφανίστηκε δίπλα του. Ο Στραβολαίμης κι ο Γουρλός ήταν οι πρώτοι που πήδηξαν μέσα, ενώ αμέσως μετά, ένιωσα μια δυνατή σπρωξιά. Προσπάθησα να ουρλιάξω καθώς έπεφτα στην μαγική πύλη, αλλά δεν είχα φωνή.

Τελικά, αφού κατρακύλησα για λίγη ώρα σε ένα στενό λαγούμι, βρέθηκα να σέρνομαι στο χώμα. Άνοιξα τα μάτια κι έμεινα αποσβολωμένος με το θέαμα που έβλεπα. Ήμουν σε μια υπόγεια, τεράστια σπηλιά, γεμάτη από Καλικαντζάρους, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για μια απίστευτα εκνευριστική οχλαγωγία. Στο κέντρο του σπηλαίου υπήρχε μια μεγάλη λίμνη με κοχλάζουσα λάβα, ενώ ένα νησάκι δέσποζε καταμεσής της, με ένα τεράστιο κορμό δέντρου.

Άρχισα να πλησιάζω, σα μαγεμένος, προς το κέντρο της σπηλιάς, όταν κάτι μπερδεύτηκε στα πόδια μου. Πριν προλάβω να καταλάβω τι γινόταν, έπεσα με δύναμη στο χώμα. Χαχανητά και τρελά γέλια ξέσπασαν γύρω μου, αλλά μόλις είδα τι με είχε ρίξει, ένιωσα τις τρίχες της ραχοκοκαλιάς μου να σηκώνονται. Ένα γλοιώδες, χταποδίσιο χέρι είχε μπλεχτεί στο πόδι μου και σιγά σιγά χαλάρωνε το γράπωμά του και υποχωρούσε. Παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα, για να δω σε τι κτήνος άνηκε το παραμορφωμένο πλοκάμι, αντίκρυσα μια ξερακιανή μορφή να χτυπιέται κυριολεκτικά χάμω από τα γέλια. Ήταν ένας καμπούρης Καλικάντζαρος, με στραβιά μύτη και μικρό στόμα, που το ένα του το χέρι έμοιαζε με πλοκάμι χταποδιού.

«Γεια σου, Τρικλοπόδη με τις ωραίες σου φάρσες!» φώναξε ο Πλανήταρος, μόλις κατάφερε να αναπνεύσει από τα γέλια. «Σαν τον Κουλοχέρη σωριάστηκε!».

«Άκου να σου πω…» ακούστηκε η θυμωμένη φωνή, ενός άλλου, σαραβαλιασμένου Καλικαντζάρου, μ’ ένα χέρι κοντό κι ένα μακρύ και το πρόσωπό του γεμάτο μώλωπες και γρατζουνιές. Πλησίαζε απειλητικά τον Πλανήταρο, αλλά ξάφνου, το μακρύ του χέρι μπερδεύτηκε στα πόδια του, ρίχνοντάς τον με τα μούτρα. Τα νέα γέλια κόντεψαν να γκρεμίσουν τη σπηλιά.

Σηκώθηκα με δυσκολία, καθώς τα χέρια μου παρέμεναν δεμένα μεταξύ τους. Βρισκόμουν σε μια σύναξη αυτών των απόκοσμων πλασμάτων. Εκατοντάδες Καλικάντζαροι τρώγανε και πίνανε, τραγουδούσαν με τις αγριοφωνάρες τους και χορεύανε άτσαλα, κάνανε διαγωνισμούς για το ποιος μπορεί να ρευτεί περισσότερη ώρα ή ποιος θα απελευθερώσει τα πιο βρωμερά αέρια, ενώ άλλοι λύνανε παρόμοιες παρεξηγήσεις με βρισιές και ξύλο. Περπάτησα ανάμεσά του, κατευθυνόμενος προς την πύρινη λίμνη, ώσπου μια νέα συνάντηση μου έκοψε την ανάσα.

«Για πού το έβαλες, τέκνο μου;». Ένας κοντόχοντρος Καλικάντζαρος, με τεράστια δόντια που κρέμονταν έξω από τα χείλη του, με σταμάτησε. Φορούσε ένα ψεύτικο καλυμμαύκι κι πρόταξε το χέρι του για να το φιλήσω. Γύρω του, οι άλλοι Καλικάντζαροι ξεκαρδίστηκαν.

«Ξέχασες, Κοψαχείλη, να τον ευλογήσεις!» φώναξε ένας μέσα από το πλήθος κι ο ψεύτικος ιερέας με τα μεγάλα δόντια, μου γύρισε πλάτη και απελευθέρωσε τα πιο βρομερά αέρα που έχω μυρίσει, υπό έναν μακρόσυρτο και κομπολογάτο ήχο. Κόντεψα να λιποθυμήσω, ενώ γύρω μου ο ένας έσπρωχνε τον άλλον, προσπαθώντας να πάρει ανάσα από τα γέλια.

Αρπάζοντας την ευκαιρία, τους άφησα να ξεκαρδίζονται και κατευθύνθηκα προς τη λίμνη. Ένιωθα τη ζέστη από τη λάβα να προσπαθεί να κατασπαράξει το πρόσωπό μου, αλλά συνέχισα. Σα να με καλούσε κάτι. Σα να μην ήλεγχα τα βήματά μου.

Τελικά, φτάνοντας στην όχθη, αντίκρυσα κάτι εξωπραγματικό. Στο κέντρο του νησιού υπήρχε το τεράστιο δέντρο. Δεν έβλεπα ρίζες ή φύλλα, παρά μόνο έναν ευθυτενή, γιγαντιαίο κορμό, που έμοιαζε να ξεπηδά μέσα από το χώμα και να τρυπά και να χάνεται στις πέτρες της οροφής του σπηλαίου. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν το κολοσσιαίο πριόνι, που έστεκε χωμένο στα σπλάχνα του δέντρου, αφήνοντας μόνο ένα μικρό άκοπο κομμάτι.

«Αδέλφια μου!». Η μπάσα φωνή, τράβηξε τη ματιά μου από το πελεκημένο δέντρο. Ένας κοντόχοντρος, τραγοπόδαρος, καραφλός κι ασχημομούρης Καλικάντζαρος είχε ανέβει στη στοίβα από τα αμέτρητα ροκανίδια και προσπαθούσε να σιγήσει το εκστασιασμένο πλήθος. «Αδέλφια μου, λέγω!» επανέλαβε και συνέχισε μόλις σώπασε κι ο τελευταίος. «Έφτασε Πρωτοχρονιά κι απομένουν μερικές ώρες για να ξημερώσει για τους αργόσχολους ανθρώπους η μαύρη μέρα των ακατανόμαστων και μας διώξουν και πάλι». Από την χροιά της φωνής του στις τελευταίες λέξεις κι από τις ύβρεις και τις κατάρες, που εκσφενδονίζονταν από τους Καλικαντζάρους, κατάλαβα ότι εννοούσε τα Θεοφάνεια. Αλλά ο χρόνος πρέπει να κυλούσε διαφορετικά εδώ. Πότε έφτασε Πρωτοχρονιά και πως γίνεται μέσα σε λίγες ώρες να περάσουν έξι μέρες; «Για να μην ξεχαστούμε, όμως, όπως κάθε χρόνο» συνέχισε ο κοντόχοντρος Καλικάντζαρος και πήρε στα χέρια του ένα μικρό αντικείμενο, «γυρνάω τη συγκεκριμένη κλεψύδρα. Μόλις τελειώσει η άμμος, θα επιστρέψουμε στην δουλειά» φώναξε και έδειξε το μισοκομμένο δέντρο. «Λίγες ακόμα πριονιές και θα πέσει. Μαζί κι ο κόσμος των ανθρώπων!». Ένα σατανικό γέλιο ξεχύθηκε από το στραβό του στόμα, προκαλώντας χαχανητά και χάχανα στο πλήθος. «Κι οι πρώτοι που θα πέσετε στη λάβα, είστε εσείς!» συνέχισε, γυρνώντας το σκοτεινό του βλέμμα προς το μέρος μου.

Μόνο τότε ανακάλυψα ότι δεν ήμουν ο μόνος άνθρωπος. Γύρω μου υπήρχε ένα πλήθος παιδιών και μεγάλων, όλοι με δεμένα χέρια, μπροστά στην όχθη της λίμνης. Προσπαθήσαμε να φωνάξουμε και να παραπονεθούμε, αλλά ολονών μας τις φωνές τις είχε πάρει ο Παρωρίτης.

«Ξεφαντώστε ελεύθερα!» έκραξε ο Άρχικαλικάντζαρος, όπως φαινόταν από το παρουσιαστικό τους, και πήδηξε μέσα στο πλήθος, όπου άρχισε ένας τρελός χορός. Πολλοί φωνάζανε ρυθμικά το όνομά του, καθώς τον σηκώνανε στα χέρια και τον πετούσαν στο αέρα.

«Μανδρακούκος! Μανδρακούκος!».

Κοίταξα τους υπόλοιπους ανθρώπους και είδα στο βλέμμα τους την ίδια απελπισία που είχε κυριεύσει την καρδιά μου. Ήμασταν μουγκοί και αβοήθητοι, έρμαια των Καλικαντζάρων. Δεν υπήρχε διαφυγή, καθώς η μόνη έξοδος από το σπήλαιο ήταν η μαγική πόρτα που άνοιγε ο Καταχάνας. Έτσι, απλά κάτσαμε και βλέπαμε με απάθεια το τρικούβερτο γλέντι τους, ενώ η άμμος στην κλεψύδρα άδειαζε γοργά. Είχαμε αποδεχτεί την μοίρα μας, όταν συνέβη το απροσδόκητο.

Μετά από αρκετή ώρα, κι ενώ το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά, ένας κασιδιάρης, φαλακρός κι αυτός, Καλικάτζαρος, με το ένα του ποδάρι κανονικό και το άλλο κατσικίσιο, πάνω στον άτσαλο και παλαβό χορό του, έριξε την κλεψύδρα πάνω από την πέτρα που την είχε βάλει ο Μανδρακούκος. Για να γλιτώσει το ξύλο, την ξανασήκωσε γρήγορα βάζοντάς την στη θέση της, προτού τον δει κανείς. Την έβαλε, όμως, ανάποδα, κι ενώ σχεδόν η άμμος είχε τελειώσει, ήταν σαν να ξανάρχισε από την αρχή.

«Τι κάνεις εκεί, Κατσικοπόδαρε;» τον ρώτησε, προκαλώντας το σύγκορμο τράνταγμά του, ο Αρχικαλικάντζαρος, ο οποίος αφού κοίταξε την κλεψύδρα, συνέχισε «Γιατί δεν χορεύεις; Έχουμε πολύ χρόνο ακόμα!».

Μια ανάσα ξεγλίστρησε από τα χείλη μου, βλέποντας τους δύο Καλικαντζάρους να αγκαλιάζονται και να χορεύουν. Χαμογέλασα και προσευχήθηκα μέσα μου να ξημερώσει στον κόσμο των ανθρώπων η έκτη του Γενάρη, προτού τελειώσει η άμμος. Και έτσι έγινε.

Μέσα σε λίγες στιγμές, ο ήχος καμπάνας τράνταξε την σπηλιά. Οι Καλικάντζαροι άρχισαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν πανικόβλητοι, ενώ το μεγάλο δέντρο επουλωνόταν μαγικά, ξερνώντας το τεράστιο πριόνι. Ένας πανζουρλισμός επικρατούσε στον χώρο, ώσπου ένας ατσούμπαλος Καλικάντζαρος με έσπρωξε και με έριξε με δύναμη πάνω σε μια πέτρα. Τα πάντα μαύρισαν.

 

Το κεφάλι μου πονούσε οικτρά, με τις ρυθμικές καμπανοκρουσίες να γιγαντώνουν τον πονοκέφαλο. Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία. Ανακούφιση γέμισε το κορμί μου. Ήμουν στο δωμάτιό μου. Άρπαξα το κινητό μου και είδα την ημερομηνία: 6 Ιανουαρίου. Χωρίς να το σκεφτώ ούρλιαξα και το ουρλιαχτό γρήγορα έγινε τρανταχτό γέλιο, συνειδητοποιώντας ότι είχε επιστρέψει η φωνή μου. Δεν ήξερα αν όλο αυτό ήταν πραγματικό ή ένα απλό όνειρο, συνέπεια του πολύ φαγητού και πιοτού. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ποτέ ξανά δε θα άφηνα ούτε ένα γλυκό κάτω από το δέντρο τα Χριστούγεννα.

(Η εικόνα, από το μουσικό παραμύθι των αδελφών Κατσιμίχα: «Η Αγέλαστη Πολιτεία και οι καλικάντζαροι»)

Μετά από αυτή την εμπειρία έφτιαξα ένα άρθρο με τα ονόματα, τις συνήθειες και το παρουσιαστικό τους, τουλάχιστον όσων πρόλαβα να δω από κοντά. Αν θες κι εσύ να μάθεις περισσότερα για αυτά τα πλάσματα, επέτρεψέ μου να σου γνωρίσω μερικούς από τους πιο φημισμένους Καλικαντζάρους.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα