m
Back to Top

Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 51: Σκόγκφαρ – Γητευτής των Δένδρων

Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου

Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης

Ο Σερ Γιάρεονορ γεννήθηκε το 2026 μ.Ε. (μετά Έαρμαρκ) σε μια εποχή που τα σημάδια της Μεγάλης Καταστροφής ανήκαν πια στην ιστορία, αλλά οι πληγές τους εξακολουθούσαν να διαμορφώνουν τον κόσμο των θνητών. Γόνος ευγενικής οικογένειας, συγγενικής προς τον διάδοχο Κέρντραν Ρόντιγκερ, μεγάλωσε δίπλα στον μελλοντικό βασιλιά σαν αδελφός. Και οι δύο είχαν σπουδαία όνειρα. Ο ένας να κυβερνήσει με δικαιοσύνη, ενώ ο άλλος να προστατεύσει τη γη και τον λαό του ως βασιλικός φρουρός.

Όταν ο Κέρντραν ανήλθε στον θρόνο, έχοντας ζήσει είκοσι οκτώ χειμώνες, ο Γιάρεονορ είχε ήδη υπηρετήσει επάξια στη βασιλική φρουρά και είχε κερδίσει τον τίτλο του «Σερ». Στα τριάντα του, έπειτα από αναρίθμητες μάχες όπου η γενναιότητα του έκαιγε πιο λαμπρά ακόμα κι από τις νίκες του Ρένοντιν, ορκίστηκε Διοικητής της βασιλικής φρουράς, κερδίζοντας με την αξία του τη θέση. Για πολλούς ήταν ήδη θρύλος, μα για τον βασιλιά παρέμενε ο πιο κοντινός του άνθρωπος. Αλλά η μοίρα έπλεκε σιωπηλά το ζοφερό πεπρωμένο του.

Ένα όραμα, απεσταλμένο από τον ίδιο τον Ίλουρ, έδειξε στον βασιλιά τον θάνατό του και έναν άνδρα να στέκεται πάνω από τα άψυχα σώματα του ίδιου και του Γιάρεονορ. Συντετριμμένος και τρομοκρατημένος, ο Κέρντραν πίστεψε ότι η προφητεία ήταν αναπόφευκτη. Μα δεν άντεχε να παρασύρει τον παιδικό του αδελφό στην μοίρα του. Κι έτσι, χωρίς να δώσει εξηγήσεις και με μοναδικό σκοπό να τον σώσει, τον εξόρισε, μπροστά στα μάτια ενός ολόκληρου βασιλείου.

Ο Γιάρεονορ, βουτηγμένος στην ατιμία χωρίς να γνωρίζει το γιατί, υπάκουσε. Τέσσερις μόνο μέρες αργότερα, ένας άνδρας τον πληροφόρησε πως ο Κέρντραν δολοφονήθηκε από τον σφετεριστή Άντροϊβ τον Έκπτωτο και τον είχε διατάξει, πως μετά το θάνατό του, να έβρισκε τον εξόριστο Διοικητή και να του παρέδιδε ένα γράμμα. Σε αυτό ο Κέρντραν έγραφε με κάθε λεπτομέρεια τον λόγο που τον εξόρισε, πιστεύοντας πως έτσι θα του έσωζε τη ζωή.

Ο Γιάρεονορ, μη μπορώντας να συνειδητοποιήσει τη θυσία του παιδικού του φίλου,  απομακρύνθηκε από τον πολιτισμό. Περιπλανήθηκε στα δάση Χάλγκροβ και τελικά εγκαταστάθηκε εκεί μόνος, μέσα στις σκιές ενός κόσμου που δεν είχε πια λόγο να τον θυμάται. Για οκτώ κύκλους εποχών ζούσε σαν φάντασμα. Σιωπηλός, μιλώντας μονάχα στον άνεμο και στον Ίλουρ. Πολλές φορές σκέφτηκε να τερματίσει τη ζωή του, όμως πάντα η πίστη του τον συγκρατούσε. Την είχε αποκτήσει μικρός, την περίοδο που πέρασε στον ναό του Γουίντσον, όταν είχε μάθει πως το φως δεν εγκαταλείπει κανέναν που το αναζητά ειλικρινά. Κι όμως, η ψυχή του ούρλιαζε μη μπορώντας να απαντήσει στα ερωτήματα που τον έκαιγαν καθημερινά. Γιατί ο Ίλουρ προειδοποίησε τον βασιλιά, γνωρίζοντας πως θα τον διώξει; Γιατί του στέρησε τον τιμημένο θάνατο πλάι στον καλύτερό του φίλο; Ποιο ήταν το σχέδιο του Θεού του Ήλιου;

Η απάντηση ήρθε τον όγδοο χειμώνα, όχι από κάποια θεϊκή οντότητα, αλλά από μια περιπλανώμενη ψυχή της φύσης.

Ένα νεαρό Ξωτικό, ο Φάρναθ, βρέθηκε στο Χάλγκροβ, καθοδηγημένο είτε από αποστολή είτε από θεϊκή βούληση. Από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, μια παράξενη οικειότητα τύλιξε και τους δυο, σα να είχαν ήδη ζήσει μαζί σε άλλες ζωές. Και καθώς και οι δύο ήταν μόνοι για χρόνια, η παρέα ήταν για τον καθέναν βάλσαμο στη μοναξιά τους.

Ο Φάρναθ άρχισε να του διδάσκει τα μυστικά του Κέρντριμ, για το μεγαλείο των δασών, τη γλώσσα των ζώων, τις δρυάδες και τα αρχαία πλάσματα που κατοικούσαν στα χιλιοετή δέντρα. Κι ο Γιάρεονορ, με τη σειρά του, του μιλούσε για τη διδασκαλία του Ίλουρ, για το φως που καίει το ψέμα και θεραπεύει το πνεύμα.

Παραπάνω από έναν κύκλο εποχών έζησαν μαζί, ώσπου η αποστολή του Ξωτικού τον κάλεσε ξανά. Την τελευταία τους μέρα, ο Φάρναθ τον οδήγησε σε ένα μαγευτικό ξέφωτο, όπου κατοικούσε μια αρχαία δρυάδα.

«Όταν θελήσεις να μιλήσεις στον Κέρντριμ, εδώ θα σε ακούσει…» του είπε κι έπειτα έφυγε.

Έναν κύκλο φεγγαριού αργότερα, ο Γιάρεονορ βρήκε τον φίλο του τραυματισμένο θανάσιμα. Στα γόνατα, μέσα σε λάσπη και αίμα, κράτησε το κεφάλι του Ξωτικού και επικαλέστηκε τον Ίλουρ. Μάταια. Το φως του Θεού του Ήλιου δε γιάτρεψε τις πληγές του.

Και τότε, θυμήθηκε το ξέφωτο. Σήκωσε το σώμα του φίλου του και έτρεξε μέσα στο σκοτάδι. Εκεί γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται σε όποια θεότητα της φύσης άκουγε. Και η αρχαία δρυάδα εμφανίστηκε.

«Θεράπευσε τον!» την παρακάλεσε. «Με οποιοδήποτε κόστος! Ορκίζομαι στην ψυχή μου!».

Η δρυάδα τον ανάγκασε να επαναλάβει τον όρκο τρεις φορές, μία για τη Γη, μία για το Φως και μία για τα Δέντρα. Τότε άγγιξε το άψυχο σώμα του Φάρναθ. Ένα γλυκό φως ξέσπασε από τα μάτια του Ξωτικού, ακολούθησε μια ειρηνική τελευταία εκπνοή, και η ψυχή του πήρε τη μορφή αετού και πέταξε σε ένα κοντινό δέντρο. Ρίζες και κλαδιά την κάλυψαν, ώσπου τελικά μετατράπηκε σε ξύλο.

«Η ψυχή του θα ζει για πάντα στα αιώνια δάση» ανάγγειλε η δρυάδα, «και η ζωή σου είναι δική μου πια».

Ο Γιάρεονορ δέχτηκε. Μα τότε το φως χάθηκε. Το δάσος σκοτείνιασε κι ένας γέροντας, καμπουριασμένος και συνοφρυωμένος, εμφανίστηκε. Ο Κέρντριμ, ο Άκαρδος Γέροντας έστεκε μπροστά τους.

«Γιατί ένας άπιστος λαμβάνει δώρα της Νάιρα;» γρύλισε.

Ο Γιάρεονορ γονάτισε.

«Δεν είμαι άξιος, Πρωτότοκε! Μόνο θέλω να κρατήσω την υπόσχεσή μου στη δρυάδα. Η ψυχή μου όμως… ανήκει στον Ίλουρ!».

Ο Κέρντριμ σώπασε. Έπειτα ένα μειδίαμα χαράκτηκε στα ρυτιδιασμένα χείλη του.

«Θα το δεχτώ… αν αντέξεις τις δοκιμασίες μου. Τρεις δοκιμασίες. Τρεις θάνατοι. Τρεις αναγεννήσεις».

Ο Γιάρεονορ ούρλιαζε καθώς τα οστά του έκαιγαν, καθώς η μνήμη του ξεριζωνόταν κι επέστρεφε, καθώς η ψυχή του κοβόταν σε δύο και ξανά ενωνόταν. Μα σε κάθε δοκιμασία στεκόταν ξανά στα πόδια του, με τα μάτια στραμμένα στο φως. Ο Κέρντριμ είχε εντυπωσιαστεί.

«Είσαι δυνατότερος απ’ όσο φαίνεσαι, θνητέ. Από σήμερα… σε ονομάζω γιο μου!».

Ο ουρανός άνοιξε και μια χρυσή ακτίνα αγκάλιασε τον Γιάρεονορ. Τα μαλλιά του έγιναν χρυσά, τα μάτια του σαν ήλιος. Ο Ίλουρ τον είχε επιλέξει, ο Κέρντριμ τον είχε ευλογήσει και οι δυο θεοί, για πρώτη φορά, είχαν συμφωνήσει.

«Σπουδαία επιλογή, νεογεννημένε αδελφέ μου», ψιθύρισε ο Κέρντριμ κοιτώντας προς τον ουρανό κι από τότε, ο Σερ Γιάρεονορ έπαψε να υπάρχει. Αναγεννήθηκε ως Σκόγκφαρ, ο Ιππότης της Φύσης. Λένε πως περιπλανιέται αιώνια στα δάση, προστατεύοντας τα άγρια πλάσματα και μιλώντας με δέντρα και ανέμους, ενώ αν κάνει απόλυτη ησυχία όποιος περπατά στο δάσος, θα ακούσει τις φωνές των αχώριστων συντρόφων, του Γιάρεονορ και του Φάρναθ.

Ο Σκόγκφαρ παρουσιάζεται με χρυσά μαλλιά και μάτια, ενώ πάντοτε έχει στο χέρι του ένα κομμάτι ξύλο, σκαλισμένο σαν αετός. Το ξύλο όπου μέσα του ζει ο Φάρναθ.

Αποκαλείται Πατέρας του Δάσους, Γιος του Γέροντα, Γητευτής των Δένδρων, Τελευταίος Πρωτόπιστος, Ιππότης της Φύσης.

 

Δόγμα, Ιερείς και Ναοί

Οι ακόλουθοί του υμνούν την φύση και τον ήλιο, ενώ πολλοί ασπάζονται και τον θεό Κέρντριμ. Υπερασπίζονται με ζήλο την φύση, νιώθοντας πως είναι ένας αντικατοπτρισμός της κατοικίας των θεών στον κόσμο των θνητών. Δεν υπάρχουν ιερείς του, ούτε ναοί. Ο ναός του είναι το ίδιο το δάσος και οι κληρικοί του, οι κάτοικοί του.

Αφήνουμε πίσω μας τον Γητευτής των Δένδρων, τον Σκόγκφαρ, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον τελευταίο θεό της Μόντεργιορντ, τον Πειρατή Θεό, τον Μόρκερ…

Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.

 

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα