Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 49: Βίλσεσαλ – Άψυχος Πολεμιστής
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Ο Βίλσεσαλ υπήρξε ένας από τους πιο πιστούς Ιερούς Πολεμιστές του Φάντερ. Μεγάλωσε μέσα στους ναούς του Πατέρα των Δρακοθεών κι από μικρός είχε μάθει να πολεμά με πειθαρχία, να ζει με ακέραιη καρδιά και να θέτει την ζωή του στην υπηρεσία της δικαιοσύνης. Για πολλές εποχές, πολέμησε στο όνομα του Φάντερ, αλλά δεν ακολούθησε τον Αλαζόνα Βασιλιά στην εκστρατεία του πέρα από τη Χαράδρα. Δεν έβρισκε τίποτα το ηθικό στο να σκοτώνει βαρβαρικές φυλές. Σύντομα, όμως, τα πάντα άλλαξαν.
Το ηφαίστειο του Γιόρνσκαλβ τράνταξε ολόκληρη τη Μόντεργιορντ με την έκρηξή του και η Μεγάλη Καταστροφή ξεκίνησε. Χωρίς να το σκεφτεί, συγκέντρωσε τα τάγματα που είχαν μείνει πίσω και κατευθύνθηκε για τις τρεις νεόχτιστες γέφυρες. Και το θέαμα που αντίκρισε εκεί, τον σημάδεψε για πάντα.
Ο «πολιτισμένος» στρατός, φτιαγμένος από οπλίτες κάθε φυλής, υπερασπιζόταν με νύχια και με δόντια τα τρία περάσματα, ενάντια σε αμέτρητες ορδές δαιμόνων και βαρβάρων. Έθεσε τον εαυτό του και τον στρατό του υπό τις διαταγές των στρατηγών της Ιερής Συμμαχίας και ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή.

«Εις το όνομα του Φάντερ!» ούρλιαξε και ρίχτηκε στη μάχη. Το τσεκούρι του έσκιζε σάρκες και έσπαγε κόκκαλα στον ανίερο όχλο μπροστά του, όταν ξαφνικά ένιωσε σαν ένα μαχαίρι να κάρφωσε την ψυχή του.
Η χάρη των Δρακοθεών έσβησε. Οι πιστοί τους έμειναν ξαφνικά γυμνοί από τη θεϊκή τους προστασία. Σοκαρισμένος, αισθάνθηκε πως ο Φάντερ τον είχε εγκαταλείψει. Όμως αντί να τραπεί σε φυγή, έσφιξε το τσεκούρι του, έδεσε καλύτερα την αιματοβαμμένη πανοπλία του και όρμησε στην μάχη σαν απλός οπλίτης, αποφασισμένος να πεθάνει με τιμή. Και πολέμησε. Πολέμησε σαν να ήταν ο τελευταίος θνητός που πατούσε τη γη, σαν το πνεύμα του ίδιου του Φάντερ να έκαιγε μέσα του. Οι πιστοί του πολεμιστές σάστισαν. Πίστεψαν πως έβλεπαν έναν ημίθεο να πολεμά τόσο άγρια. Και τότε συνέβη…
Ένα εκτυφλωτικό φως έσκισε τον ουρανό. Η γη σειόταν κάτω από τα πόδια θνητών και δαιμόνων. Η γέφυρα πίσω του γκρεμίστηκε. Η αγνή, αμόλυντη λάμψη του Ιερού Φωτός κύλησε σαν καταρράκτης μέσα από τα σύννεφα και έλουσε το πεδίο της μάχης. Όπου έπεφτε, οι δαίμονες ούρλιαζαν και γίνονταν στάχτη. Ο Βίλσεσαλ έμεινε για μια στιγμή αποσβολωμένος. Σήκωσε το ματωμένο τσεκούρι του ψηλά και, μέσα στην παραφροσύνη της μάχης, ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη. Η κραυγή του διέσχισε τις γραμμές των ανθρώπων και αναζωπύρωσε το ηθικό τους. Με το φως στο πλευρό του, ο Βίλσεσαλ διέταξε τους άνδρες του.
«Ακολουθήστε με! Σφάξτε τους όλους!». Η Ιερή Καταδίωξη, το κυνήγι των τελευταίων δαιμονικών δυνάμεων, μόλις είχε ξεκινήσει.
Τρέχοντας και μοιράζοντας το θάνατο, βρέθηκε μπροστά στον Έρομον, τον Χρυσό Δαίμονα, έναν από τους ισχυρότερους στρατηγούς της Ντόντεν. Το σώμα του αν και λουζόταν στο φως, η αύρα του έσταζε σκοτάδι. Το Ιερό Φως του νέου θεού Ίλουρ δεν τον άγγιζε. Κάτι στη δαιμονική του φύση τον προστάτευε.
Ο Βίλσεσαλ δε δίστασε. «Νέε Θεέ του Φωτός, δώσε μου δύναμη!» γρύλισε κι εφόρμησε προς τον αντίπαλό του.
Η σύγκρουση ήταν τρομακτική. Ένας θνητός απέναντι σε έναν άρχοντα της Κόλασης. Μα ο Ιερός Πολεμιστής δεν υποχωρούσε. Το πάθος και η πίστη του ενισχύθηκαν από το φως που τον περιέκλειε.
Κάποιοι λένε πως μονομάχησαν για μια ολόκληρη ημέρα, ώσπου ο Έρομον άρχισε να λυγίζει. Το φως τρυπούσε την άμυνά του. Το τσεκούρι του Βίλσεσαλ έσκιζε τη σάρκα του. Απεγνωσμένος, ο δαίμονας άνοιξε μια μαύρη πύλη προς την ίδια την Κόλαση και σύρθηκε για να αποδράσει. Μα, δεν πρόλαβε.
Ο Βίλσεσαλ, κυριευμένος από την μανία του πολέμου, πήδηξε μέσα και έμπηξε το τσεκούρι του στο κεφάλι του δαίμονα. Η πύλη έκλεισε πίσω του και οι θνητοί που τον ακολουθούσαν δεν τον είδαν ποτέ ξανά.
Εκεί, στην Άβυσσο, ο Έρομον έπεσε νεκρός. Μα πριν ο Βίλσεσαλ προλάβει να πάρει έστω μια ανάσα, το σκοτάδι σάλεψε γύρω του. Και μέσα από αυτό εμφανίστηκε ο Φίλραε, ο Άρχοντας της Κόλασης.
Ο θνητός Βίλσεσαλ δεν είχε καμία ελπίδα. Η ψυχή του αποτραβήχτηκε βίαια από το σώμα του σαν κλωστή. Το κορμί του έπεσε άψυχο, ενώ το πνεύμα του σπαρταρούσε στα χέρια του Άρχοντα των δαιμόνων. Ο Φίλραε άνοιξε το στόμα του και άρχισε να καταβροχθίζει την ψυχή του. Δεν ήθελε απλά να τον σκοτώσει, αλλά να σβήσει την ύπαρξή του.
«Παντοδύναμε νέε Άρχοντα του Φωτός…», κραύγασε ο Βίλσεσαλ με την τελευταία ρανίδα δύναμης, ανάμεσα στα ουρλιαχτά του, «συγχώρα με… σε απογοήτευσα…». Αφέθηκε στη μοίρα του, επιτρέποντας στην ψυχή του, για πρώτη και τελευταία φορά, να παραδοθεί.
Σαν αστραπή, όμως, μέσα στη νύχτα, μια θεϊκή δεσμίδα φωτός έσκισε το αιώνιο σκοτάδι της Αβύσσου. Ο Φίλραε πισωπάτησε, καλύπτοντας τα μάτια του. Το Φως άρπαξε ό,τι είχε απομείνει από την ψυχή του Βίλσεσαλ και την αφαίρεσε από τα σαγόνια του Άρχοντα της Κόλασης. Ήταν τραυματισμένη, κατακρεουργημένη, μα ακόμα ζωντανή.
Το φως τον ανύψωσε, φέρνοντάς τον πίσω στον κόσμο των θνητών, κατευθύνοντάς τον προς το ασάλευτο κορμί του. Όταν η ψυχή ενώθηκε ξανά με το σώμα του, ο Βίλσεσαλ δεν ήταν πια θνητός. Δεν ήταν ούτε ζωντανός, ούτε νεκρός. Ήταν κάτι ανάμεσα. Ένα σώμα άδειο, γεμάτο φως, αλλά χωρίς την θαλπωρή της θνητής ζωής. Το βλέμμα του λευκό και άψυχο. Τα μαλλιά του παγωμένα. Το κορμί του ακέραιο, αλλά ψυχρό σαν μάρμαρο χωρίς καρδιά.
Το Ιερό Φως του Ίλουρ εμφανίστηκε ξανά και το πήρε στο πλάι του. Μα προτού φύγει από τη Μόντεργιορν, ο Βίλσεσαλ άπλωσε τα χέρια του και πήρε μαζί του το κουφάρι του νεκρού Έρομον. Από το πτώμα του σφυρηλάτησε την Χρυσή Πανοπλία του και από τότε, κάθε φορά που οι θεοί του Φωτός και το σκοτάδι συγκρούονται, ο Άψυχος Πολεμιστής είναι ο πρώτος που εφορμά στη μάχη, αναζητώντας τον Φίλραε. Αναζητώντας την ευκαιρία να σταθεί και πάλι μπροστά του. Αναζητώντας εκδίκηση.

Ο Βίλσεσαλ παρουσιάζεται φορώντας πάντα την χρυσή του πανοπλία, ενώ τα μαλλιά και τα μάτια του στέκουν λευκά και άψυχα.
Αποκαλείται Άψυχος Πολεμιστής, Χρυσός Πολέμαρχος.
Δόγμα
Οι ακόλουθοί του θεωρούνε ως μέγιστες αρετές τον σεβασμό, την ειλικρίνεια, την καρτερικότητα, το κουράγιο και την ανιδιοτέλεια. Παρ’ όλα αυτά, στον πόλεμο μάχονται σαν θηρία, χάνοντας πολλές φορές την λογική τους. Γνωρίζουν πως αν πεθάνουν ηρωικά στη μάχη, ο Βίλσεσαλ θα τους τιμήσει και θα τους καλέσει κοντά του, στις Φωτεινές Ορδές που μια μέρα θα ξεκινήσουν τη δεύτερη Ιερή Καταδίωξη, κυνηγώντας τον Άρχοντα της Κόλασης στον ίδιο του τον θρόνο. Κι όποτε ο ουρανός σκοτεινιάζει και ο άνεμος μουγκρίζει, χαμογελούν γιατί ξέρουν πως ο Άψυχος Πολεμιστής ξεκίνησε μια νέα καταδίωξη.
Ιερείς και Ναοί
Οι κληρικοί του Βίλσεσαλ φοράνε επίχρυσους μανδύες, με τον κόκκινο ήλιο κεντημένο στο στήθος τους. Όλοι εξασκούνται στη τέχνη του πολέμου, ενώ οι καυγάδες μέσα στους ναούς τους είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Οι ναοί είναι πέτρινοι, με χρυσό διάκοσμο, χτισμένοι σαν φρούρια σε κορυφές λόφων.

Αφήνουμε πίσω μας τον Άψυχο Πολεμιστή Βίλσεσαλ, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον Καλοσυνάτο Πατέρα, τον Γκρούνχετ…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.