m
Back to Top

Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 47: Βάκερσολ – Ματωμένη Θεά

Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου

Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης

Πριν τη Μεγάλη Καταστροφή, όταν τα δύο μεγάλα βασίλεια των Ανθρώπων ήταν ένα, στην Γκόρσταντ, την πόλη που έμελλε να γίνει στο μέλλον η πρωτεύουσα του Ρένοντιν,  υπήρχε μια νεαρή γυναίκα της οποίας η ομορφιά ήταν θρύλος. Η Βάκερσολ, κόρη ενός από τους πλουσιότερους ευγενείς του βασιλείου, μεγάλωσε μέσα σε χρυσό, μετάξι και δόξα. Όμως η ομορφιά της ήταν ο μεγαλύτερός της θησαυρός και το πιο θανάσιμό της όπλο.

Από τα δεκαέξι της χρόνια, μνηστήρες από όλα τα βασίλεια κατέφθαναν στο παλάτι της, φέρνοντας δώρα που θα ζήλευαν ακόμη και οι ίδιοι οι Δρακοθεοί. Ήθελαν την εύνοιά της, την αγάπη της, το χέρι της… ή έστω την υπόσχεση μιας πιθανότητας. Εκείνη όμως είχε αντιληφθεί πόση δύναμη της έδινε η ομορφιά της. Και τη χρησιμοποίησε χωρίς ίχνος ελέους.

Ο Αγώνας του Χρυσού Τριαντάφυλλου έγινε γρήγορα έθιμο. Ένα μακάβριο παιχνίδι στο οποίο η Βάκερσολ δοκίμαζε την εξυπνάδα, την αποφασιστικότητα και κυρίως την αφοσίωση των επίδοξων συζύγων της. Στους άντρες που επιθυμούσαν να τη διεκδικήσουν έδινε μια φαινομενικά απλή αποστολή: να βρουν το χρυσό τριαντάφυλλο που είχε κρύψει στον τεράστιο κήπο της.

Στην πραγματικότητα, όμως, η νεαρή κόρη κάθε φορά διέταζε τους δούλους να επιχρυσώσουν όλα τα τριαντάφυλλα της αυλής και να θάψουν βαθιά το αληθινό. Κι όταν κάποιος μνηστήρας, λαχανιασμένος και ιδρωμένος, παρουσιαζόταν μπροστά της με το «εύρημά» του, εκείνη έπαιρνε το τριαντάφυλλο με χάρη… και το έσπαγε με δύο δάχτυλα.

«Τολμάς να με εξαπατήσεις;» ούρλιαζε και ο άνδρας καταδικαζόταν αμέσως σε αποκεφαλισμό.

Έτσι πέθαναν δεκάδες επίδοξοι μνηστήρες και το όνομα της Βάκερσολ άρχισε να ψιθυρίζεται με τρόμο, σαν κατάρα που έπληττε όσους γοητεύονταν από την ομορφιά της.

Όμως κάποια μέρα, όταν η πόρτα της μεγάλης αίθουσας άνοιξε, δεν μπήκε ούτε πρίγκιπας ούτε στρατηγός, αλλά ένας γέροντας. Γκριζομάλλης, αδύνατος, σκυφτός, κρατώντας για μπαστούνι ένα απλό κομμάτι ξύλο. Και στο χέρι του… το χρυσό τριαντάφυλλο.

Η Βάκερσολ χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. Το πήρε από τα χέρια του και προσπάθησε να το σπάσει όπως έκανε πάντα. Αλλά αυτή τη φορά, τα δάχτυλά της δεν τα κατάφεραν. Το τριαντάφυλλο έμενε ακέραιο. Το μέτωπό της ίδρωσε, το χαμόγελο έσβησε.

Παριστάνοντας πως ένιωθε αδυναμία, ζήτησε από τον προσωπικό της φρουρό, έναν άνδρα που, λόγω της δύναμής του, πολλοί τον θεωρούσαν γιο γίγαντα, να το ελέγξει. Κι εκείνος, χωρίς καμία δυσκολία, το συνέθλιψε σαν κλαράκι.

Τότε η Βάκερσολ, πιστή στο ματωμένο της έθιμο, ούρλιαξε πως ο γέρος την εξαπάτησε και διέταξε τη θανάτωσή του. Πριν όμως οι φρουροί προλάβουν να κινηθούν, ο άγνωστος σήκωσε το μπαστούνι του και το χτύπησε στο έδαφος.

Ο χρόνος σταμάτησε. Οι φρουροί έμειναν παγωμένοι, το αίμα στις φλέβες τους άκαμπτο σαν κεχριμπάρι, τα πουλιά έξω από το παράθυρο έμεινα ακλόνητα να αιωρούνται. Μόνο η Βάκερσολ μπορούσε να κινηθεί κι αντιλαμβανόταν τα πάντα γύρω της.

«Έσπειρες θάνατο στο όνομα της ομορφιάς σου» άκουσε τον γέροντα να της λέει με φωνή παγωμένη, σαν την κρύα γη. «Τώρα θα θερίσεις πόνο».

Με ένα νεύμα του, το σπασμένο τριαντάφυλλο ανασχηματίστηκε από μόνο του και άρχισε να αιωρείται δίπλα του, λάμποντας σαν μικρός ήλιος.

«Κάθε βράδυ, μέχρι να βρεις αυτό το τριαντάφυλλο, θα υποφέρεις από πόνους χειρότερους κι από τον θάνατο. Μόνο όταν κρατήσεις ξανά αυτό το σύμβολο αθωότητας και καθαρότητας, η τιμωρία σου θα λήξει».

Ένα δεύτερο χτύπημα του μπαστουνιού και ο χρόνος επανήλθε. Ο γέροντας εξαφανίστηκε και η Βάκερσολ έμεινε μόνη.

Το ίδιο βράδυ, το πρώτο κύμα πόνου την κατέκλυσε. Ούρλιαξε τόσο δυνατά που ολόκληρο το παλάτι ξύπνησε. Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Κανένα φίλτρο δεν απάλυνε τα ουρλιαχτά της. Κανένας ιερέας δεν τολμούσε να πλησιάσει.

Οι εποχές περνούσαν και κάθε νύχτα η Βάκερσολ γευόταν το μαρτύριο που είχε επιβάλει σε άλλους. Έστελνε εξερευνητές, μάγους, κυνηγούς θησαυρών, μα όλοι αποτυγχάνανε. Το τριαντάφυλλο είχε χαθεί από τον κόσμο των θνητών. Ώσπου η γη άρχισε να τρέμει. Η Μεγάλη Καταστροφή είχε φτάσει. Ο στρατός του Φίανορ, του Αλαζόνα Βασιλιά, είχε χαθεί στο σκοτάδι του Βορρά. Οι δαιμονικές ορδές της Ντόντεν κατευθύνοντας προς τον Νότο.

Τότε η Βάκερσολ σταμάτησε την αναζήτηση κι έστειλε τον στρατό της να βοηθήσει στην Μεγάλη Υπεράσπιση. Ήξερε πια ότι η κατάρα της ήταν δίκαιη. Τα ουρλιαχτά της έγιναν προσευχές. Οι μέρες της γέμισαν τύψεις. Κάθε πρωί, έβγαινε στο μπαλκόνι της και αγνάντευε με τρόμο τον ορίζοντα του Βορρά το σκότος που προσπαθούσε να καταπιεί τους θνητούς. Ώσπου μια μέρα όλα άλλαξαν.

Μια τεράστια δέσμη φωτός έσχισε τον ουρανό. Ο νεογέννητος Ίλουρ, ο Φωτεινός Θεός, φώτισε ολόκληρη τη χώρα. Η μέρα έγινε πιο φωτεινή απ’ ό,τι είχε υπάρξει ποτέ και η στάχτη χάθηκε σαν καπνός κεριού που σβήνει.

Η Βάκερσολ γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια, φώναξε.

«Ω Νεογέννητε Θεέ του Φωτός… λυπήσου με. Δέξου τη συγγνώμη μου για όλα όσα έχω κάνει».

Τότε το φως πήρε μορφή. Ο Ίλουρ σχηματίστηκε μπροστά της, λαμπερός, γαλήνιος, πανίσχυρος, κι άφησε στα πόδια της ένα χρυσό τριαντάφυλλο. Το τριαντάφυλλο που έψαχνε τόσο καιρό.

«Οι προσευχές της αληθινής μετάνοιας πάντοτε εισακούγονται στο Φως». Η μαλακή φωνή του θεού αντήχησε στο μυαλό της, πλημμυρίζοντάς την γαλήνη και ευτυχία. Η Βάκερσολ αγκάλιασε το λουλούδι και έκλαψε με λυγμούς. Μα αμέσως μετά ψιθύρισε κάτι που άφησε ακόμα και τον ίδιο τον θεό άφωνο.

«Μην άρεις την κατάρα, κύριέ μου. Θέλω να θυμάμαι για πάντα ποια ήμουν… και σε τι μονοπάτι με έφερε το σκοτάδι».

Ο Ίλουρ είδε μέσα της όχι την παλιά αλαζονική καρδιά, αλλά μια ψυχή που επιθυμούσε να λυτρωθεί. Εντυπωσιάστηκε από την ειλικρίνειά της και την πήρε στο πλάι του. Την έκανε Θεά της Συγχώρεσης και της Αμαρτίας. Την ονόμασε Πρωτόπιστη. Καθαγίασε το χρυσό τριαντάφυλλο, ονομάζοντάς το Γκούλντρος, το Άνθος της Συγχώρεσης.

Από εκείνη τη μέρα, λέγεται πως η Βάκερσολ περιπλανιέται ανάμεσα στους θνητούς, αφήνοντας ένα χρυσό τριαντάφυλλο στο κατώφλι όσων έχουν βουτηχτεί στην αμαρτία. Δεν τους απειλεί. Δεν μιλά. Το χρυσό τριαντάφυλλο είναι η μυστική προειδοποίηση.

Όσοι μετανοούν και αλλάζουν, ευλογούνται. Όσοι μένουν αμετανόητοι… γνωρίζουν τη σκληρότερη τιμωρία.

Vackersol

Η Βάκερσολ παρουσιάζεται σαν πανέμορφη κόρη, κρατώντας πάντα μαζί της το Γκούλντρος, το χρυσό τριαντάφυλλό της.

Αποκαλείται Χρυσή Παρθένα, Κόρη της Αμαρτίας, Ματωμένη Θεά.

 

 

Δόγμα

Οι ακόλουθοί της επιζητούν σε όλη τους τη ζωή την συγχώρεση των αμαρτιών τους και αγκαλιάζουν οποιαδήποτε τιμωρία, θεωρώντας την απεσταλμένη από την ίδια τη θεά τους. Προσπαθούν πάντοτε να πείσουν όσους έχουν χάσει τον δρόμο του φωτός, να μετανοήσουν. Θεωρούν ότι σε αυτή τη ζωή ήρθαν για να τιμωρηθούν και να τιμωρήσουν για της αμαρτίες που υποπίπτουν οι θνητοί.

Ιερείς και Ναοί

Οι κληρικοί της Βάκερσολ φοράνε μαύρους μανδύες, με χρυσό διάκοσμο και ένα χρυσό τριαντάφυλλο ραμμένο στο στήθος. Αρέσκονται πάντα στο να ρητορεύουν τι είναι σωστό και τι όχι και να επικρίνουν τους αμαρτωλούς. Παρ’ ότι η θεά τους είναι η θεά της συγχώρεσης, οι ίδιοι δεν συγχωρούν ποτέ. Οι ναοί της Βάκερσολ είναι έδρα του πιο φοβερού τάγματος δολοφόνων, του «Χρυσού Τριαντάφυλλου», οι οποίοι τιμωρούν κυρίως ανθρώπους της εξουσίας, που βγήκαν από τον δρόμο του φωτός. Οι ναοί είναι φτιαγμένοι από λευκή πέτρα, με χρυσό διάκοσμο και ένα χρυσό τριαντάφυλλο στη θέση του ιερού.

Αφήνουμε πίσω μας την Ματωμένη Θεά, την Βάκερσολ, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον Τυφλό Γέροντα, τον Μόρκενλατ…

Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.

 

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα