
Οι Θεοί της Μόντεργιορντ – Μέρος 38: Τόρκαν – Τυφλός Δρακοθεός
Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
Ο Τόρκαν είναι γιος του Γιόρντσκαλβ και της Ίσεν. Από τη μέρα που γεννήθηκε, δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο απόγονο των Δρακοθεών. Ενώ οι περισσότεροι αδελφοί του επιζητούσαν δόξα, πόλεμο ή εξουσία, εκείνος περνούσε τις μέρες του παρατηρώντας τους θνητούς από τα σύννεφα, γοητευμένος όχι από τη δύναμή τους, αλλά από την αδυναμία τους. Έβλεπε πώς γελούσαν, πώς έκλαιγαν, πώς αγαπούσαν και πέθαιναν. Η θνησιμότητά τους, αντί να του προκαλεί αποστροφή, του φαινόταν ιερή.
Όσο μεγάλωνε, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε πως η Ντράγκσαρ, ο Ουράνιος Οίκος των Δρακοθεών, δεν ήταν ο τόπος του. Τα χρυσοποίκιλτα παλάτια, οι επιβλητικές αψίδες, τα λαμπερά πετρώματα, οι ατελείωτες συνελεύσεις θεών που μιλούσαν για ισχύ και κατάκτηση, όλα αυτά του προκαλούσαν απέχθεια. Θεωρούσε κατάρα το να ζεις στην αιωνιότητα και πίστευε πως μόνο ό,τι πεθαίνει έχει αξία.
Μια αυγή, χωρίς να αναγγείλει τίποτα σε κανέναν, ο Τόρκαν άνοιξε τα φτερά του και κατέβηκε στη Μόντεργιορντ, τον κόσμο των θνητών. Οι άνεμοι άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στα σύννεφα, κι όταν τα πόδια του άγγιξαν τη γη, ο ουρανός γέμισε με καφέ φως, σημάδι της έλευσής του. Οι θνητοί τον είδαν και γονάτισαν.

Ο Τόρκαν δεν ζήτησε ποτέ λατρεία, μα εκείνοι τον λάτρεψαν. Εμφανιζόταν στα χωράφια και έκανε τη γη εύφορη. Περνούσε από χωριά και θεράπευε τους αρρώστους. Δημιουργούσε οάσεις μέσα σε ερήμους και έστελνε δροσιά στις ξερές πεδιάδες. Ήταν ο Προστάτης των Θνητών, ο Δράκος που περπατούσε ανάμεσά τους χωρίς υπεροψία.
Εποχές ολόκληρες έζησε κοντά τους, μαθαίνοντας τη χαρά και τη λύπη τους. Όμως η γαλήνη δεν κρατά για πάντα. Ούτε καν για τους ίδιους τους θεούς.
Οι ουρανοί σκίστηκαν, η Μεγάλη Καταστροφή ξεκίνησε και οι ορδές της Ντόντεν ξεχύθηκαν στη Μόντεργιορντ. Οι Μεγάλοι Γηραιοί πέθαναν και μαζί τους χάθηκε η θεϊκή ουσία που τροφοδοτούσε τους Δρακοθεούς. Ο Τόρκαν, που είχε κατέβει για να προστατεύσει τους θνητούς, ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Οι φλόγες στα μάτια του έσβησαν, τα φτερά του βάρυναν και η θεϊκή του λάμψη χάθηκε.
Οι θνητοί τον κοιτούσαν με τρόμο, καθώς μετατρεπόταν από θεός σε κοινό δράκο. Κι ο φόβος γεννά μίσος. Ο λαός, που μέχρι τότε τον λάτρευε, τον κατηγόρησε για την καταστροφή. Τον θεώρησαν υπεύθυνο για την τιμωρία τους, για την καταστροφή της πιο γόνιμης περιοχής. Και μέσα στην απελπισία τους, αποφάσισαν να τον παραδώσουν ως θυσία στους θεούς.
Τον έδεσαν με ατσάλινες αλυσίδες, και τον οδήγησαν στην έκταση που είχε μετατραπεί σε Όκεντραγκ, την Έρημο των Δράκων. Ένας τόπος όπου κάποτε υπήρχαν λίμνες και δάση, μα τώρα απλωνόταν μόνο άμμος και θάνατος. Οι ιερείς ύψωσαν βωμό και ετοιμάστηκαν να θυσιάσουν τον πρώην προστάτη τους, πιστεύοντας πως έτσι θα φέρουν πίσω τη βροχή.
Μα πριν τον σκοτώσουν, ήρθε η είδηση. Ένας νέος θεός, ο Ίλουρ, είχε ανατείλει μέσα από τα ιερά νερά του ποταμού Έαρμαρκ. Και αυτός τους είχε σώσει από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Τότε ο λαός αλλαξοπίστησε πάλι. Δεν σκότωσαν τον Τόρκαν. Τον ντρόπιασαν. Του έβγαλαν τα μάτια, για να μη μπορεί ποτέ ξανά να δει τη γη που αγάπησε και τον παράτησαν αλυσοδεμένο. Από το ένα του μάτι, ένας θνητός μάγος κατασκεύασε ένα πανίσχυρο κειμήλιο, το Όγκονγκουντ, Το Μάτι του Θεού. Με αυτό μπορούσε να βλέπει μέσα στις ψυχές των θνητών και να τις διαφθείρει.
Ο Τόρκαν έμεινε τυφλός, θαμμένος μέσα στην άμμο. Οι άνεμοι τον σκέπαζαν, ο ήλιος τον έκαιγε. Ο καιρός περνούσε και οι άνθρωποι τον ξέχασαν.
Ώσπου μια μέρα, ο Φάντερ, ο Πατέρας των Δράκων, επανέφερε τις θεϊκές δυνάμεις στους απογόνους του. Και τότε, μέσα στην καρδιά της ερήμου, η άμμος άρχισε να σείεται. Μέσα από τους αμμόλοφους αναδύθηκε μια μορφή τρομερή και απόκοσμη. Ένας δράκος, πλασμένος από άμμο, χωρίς μάτια, μα με φωνή που έσκιζε τον αέρα. Ο Τόρκαν είχε επιστρέψει.
Δεν ήταν πια ο ίδιος θεός. Η καρδιά του, κάποτε γεμάτη αγάπη για τους θνητούς, είχε γίνει πέτρα. Το πρώτο του βλέμμα, αν μπορούσε να το πει κανείς βλέμμα, ήταν εκδίκησης. Πάνω στις πόλεις που κάποτε προστάτευε, εξαπέλυσε την οργή του, αφήνοντας πίσω του μόνο καμένα ερείπια. Οι άνεμοι της ερήμου πήραν σάρκα και έγιναν θύελλες από λεπίδες, που έκοβαν ό,τι ζωντανό υπήρχε. Τα πηγάδια στέρεψαν, οι σπόροι μαράθηκαν, και η Όκεντραγκ έγινε τόπος καταραμένος.
Από τότε, ο Τόρκαν περιπλανιέται μόνος, φτιαγμένος από άμμο και σκοτάδι. Δεν βλέπει με μάτια, αλλά αισθάνεται τον φόβο και το αίμα. Κυνηγά το Όγκονγκουντ, ψάχνοντας να το πάρει πίσω, μα το Μάτι του έχει χαθεί κάπου στον κόσμο των θνητών.
Κάποιοι λένε πως κάθε φορά που φυσά καυτός άνεμος από την Όκεντραγκ, είναι η ανάσα του Τόρκαν που ψάχνει τη λεία του. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται πως τη νύχτα ακούγεται η φωνή του να ψιθυρίζει σε ταξιδιώτες, αναζητώντας το μάτι του με αντάλλαγμα αθανασία. Μα όσοι άκουσαν τον ψίθυρο και δεν ικανοποίησαν το αίτημά του, χάθηκαν για πάντα…

Ο Τόρκαν παρουσιάζεται ως καφέ δράκος, φτιαγμένος από άμμο.
Αποκαλείται Τυφλός Δράκος, Άρχων της Ξηρασίας, Περιπλανητής της Ερήμου, Εκδικητής.
Δόγμα
Οι ακόλουθοι του Τόρκαν θεωρούν πως δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, μόνο ισχύς. Κι όποιος δεν μπορεί να επιβιώσει, αξίζει να χαθεί μέσα στην άμμο. Και ακόμη, πιστεύουν πως όταν ο τελευταίος κόκκος άμμου της Όκεντραγκ κυλήσει πάνω στο Όγκονγκουντ, ο Τυφλός Δράκος θα δει ξανά. Και τότε, οι θεοί και οι θνητοί θα μάθουν τι σημαίνει να εναντιώνεσαι σ’ εκείνον που σε προστάτευε.
Ιερείς και Ναοί
Οι κληρικοί του, που πιστεύουν ότι μόνο ο δυνατός έχει δικαίωμα να επιβιώσει, κυκλοφορούν με καφέ χιτώνες και καλυμμένο το ένα τους μάτι, σύμβολο της τυφλότητας και της δύναμης. Ζουν με τον νόμο του ατσαλιού: όποιος δείξει αδυναμία, πεθαίνει. Σκοπός τους είναι να βρουν το Όγκονγκουντ και να το επιστρέψουν στον θεό τους, ώστε να αναστηθεί πλήρως και να κατακτήσει τη Ντράγκσαρ.
Οι ναοί του Τόρκαν είναι φρούρια από κόκκινη πέτρα, σκαρφαλωμένα σε λόφους, επιβλητικά και χωρίς παράθυρα, σαν μάτια που έκλεισαν για πάντα. Μέσα, οι πιστοί εκπαιδεύονται στην τέχνη της μάχης, όχι για δόξα ή πίστη, αλλά για επιβίωση.

Αφήνουμε πίσω μας τον Τυφλό Δρακοθεό, Τόρκαν, και γυρίζουμε μία ακόμα σελίδα του βιβλίου “Το Ιερό Βιβλίο του Άγνωστου Βάρδου”. Την επόμενη φορά θα γνωρίσουμε τον Άρχοντα του Μίσους, Φόλκγκρουπ…
Αν θες να ταξιδέψεις κι εσύ στην πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, τον κόσμο του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη, προμηθεύσου ένα από τα βιβλία/εισητήρια και ξεκίνα τις περιπλανήσεις σου.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.