Πίνοντας καφέ με τον Μιχάλη
Ο Fantasy Wanderer πίνει καφέ και συζητά με ήρωες της λογοτεχνίας του φανταστικού
Γράφει o Στέφανος Καράμπαλης σε συνεργασία με τον Αλέξανδρο Λειβαδιώτη και Χρήστο Κεσκίνη
ΠΡΟΣΟΧΗ! Η αντοχή σου εξαντλείται!
Να πάρει! σκέφτεται ο Μιχάλης καθώς τρέχει να ξεφύγει. Νιώθει να ζαλίζεται και δεν έχει σφαίρες. Βρίζει την τύχη του και πετάει κάτω το πιστόλι του πανικόβλητος. Βλέπει μπροστά του τα πράσινα στόρια ενός μαγαζιού να ανεβαίνουν. Επιτέλους, κάποιος ζωντανός! σκέφτεται ενώ ένα ζόμπι πετάγεται γρυλίζοντας από το στενάκι δίπλα από το μαγαζί. Βγάζει το μαχαίρι του από τη θήκη και το μπήγει κατευθείαν στο κεφάλι του. Το ζόμπι σωριάζεται κάτω και, από την ορμή του, ο Μιχάλης παραπατάει. Προσπαθεί να αποφύγει το πτώμα αλλά σκοντάφτει στο κράσπεδο και στουκάρει στην τζαμαρία του μαγαζιού. Έπειτα μπουκάρει μέσα.
Αμέσως ελέγχει τα στατιστικά του.
Συνειδητοποιεί ότι είναι δύο άτομα μέσα στο μαγαζί. «Κατέβασε τα στόρια, μπρο», φωνάζει στον έναν από τους δύο άνδρες λαχανιασμένος, ενώ ζόμπι χτυπάνε και γρατζουνάνε πλέον τη βιτρίνα. «Κατέβασέ τα σου λέω, γρήγορα!» ξαναλέει και τον ταρακουνάει από τους ώμους. Ο άλλος άνδρας πατάει αμέσως το κουμπί από τα κλειδιά του και τα στόρια αρχίζουν να κατεβαίνουν. Ο Μιχάλης σκύβει βάζοντας τα χέρια του ανάμεσα στους μηρούς του και παίρνοντας βαθιές ανάσες. «Ευχαριστώ», προφέρει με δυσκολία.
«Τι γίνεται εδώ; Ποιος είσαι; Ποιοι είναι όλοι αυτοί και γιατί σε κυνηγάνε;» τον ρωτάει σαστισμένος ο άλλος άνδρας.
«Ζόμπι. Αυτό γίνεται. Δεν έχετε ξαναδεί ζόμπι; Γίνεται χαμός έξω. Με λένε Μιχάλη και είμαι επιζών. Μάλλον. Δεν ξέρω. Απλώς βρέθηκα στην αποκάλυψη και με κυνηγάνε τα ζόμπι. Ένα απλό παιχνίδι με ζόμπι ξεκίνησα να παίζω και καταστράφηκαν τα πάντα».
«Ηρέμησε. Δε μπορούν να μπουν εδώ μέσα», λέει ο ξένος αφήνοντας τα κλειδιά στο γραφείο του. «Αλλά μπορούν να μου λερώσουν τα τζάμια. Σήμερα το πρωί τα καθάρισα», συνεχίζει απελπισμένος κοιτώντας το αίμα, τα σάλια και τις δαχτυλιές πάνω στην τζαμαρία.
«Εγώ είμαι ο Χρήστος Κεσκίνης», αρχίζει να λέει ο άλλος άνδρας, «και από εδώ ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης, ιδιοκτήτης του Fantasy Wanderer. Κάθισε να σε κεράσουμε ένα καφεδάκι και να κάνεις ένα save».
«Τί save μου λες τώρα; Εδώ σου λέω ότι δεν ξέρω τι γίνεται πραγματικά. Είναι παιχνίδι; Είναι η πραγματικότητα; Είναι η πραγματικότητα ένα παιχνίδι; Δεν γνωρίζω να σου πω. Όλα ήταν φυσιολογικά στη ζωή μου. Ρουτίνα, παιχνίδια, δουλειά… Μέχρι την αναθεματισμένη εκείνη μέρα που αποφάσισα να παίξω τη νέα πίστα Πριν το Χάραμα του αγαπημένου μου παιχνιδιού εικονικής πραγματικότητας, του Επίθεση των Ζόμπι. Πάντως save δεν μπορώ να κάνω, ούτε respawn, ούτε τίποτα». Κοιτάει την κούπα του Wanderer. «Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, ένα καφεδάκι θα το έπινα. Δεν έχετε ιδέα πόσο μου έχει λείψει. Άσε που θα ανεβάσει την αντοχή μου».
«Είπες ότι αυτά είναι ζόμπι; Δε μιλάς σοβαρά έτσι;» τον ρωτάει σηκώνοντας το φρύδι ο Αλέξανδρος.
«Καλά, συγγνώμη, πού ζείτε; Ελλάδα δεν είστε; Και φυσικά είναι ζόμπι. Ξέρετε, αυτά τα κλασικά σάπια όντα. Αυτά που τρέφονται με ζωντανούς», λέει κοιτώντας δεξιά και αριστερά, ακόμα ανήσυχος.
Ο Χρήστος τον κοιτάει σαν να γνωρίζει πολύ καλά για τα ζόμπι. «Είναι τόσο ζοφερό το μέλλον μας;» ρώτησε τελικά.
«Μέλλον, παρόν, φίλοι μου, όλα αυτά είναι περίεργα για μένα. Έχω καταμπερδευτεί και δεν ξέρω τι γίνεται στον κόσμο τελικά. Επίσης, δεν ξέρω τι είδους μαγεία είναι αυτή εδώ μέσα και δεν σας πιάνει τίποτα, αλλά πραγματικά το έχετε κάνει πολύ ωραίο το μαγαζάκι. Σαν να είστε σε άλλη εποχή, ή σε κάποια ζώνη εκτός του εικονικού –ή του πραγματικού– κόσμου. Μακάρι να μπορούσα να μείνω κι άλλο, αλλά πρέπει να βρω τους άλλους επιζώντες. Πρέπει να βρω τους φίλους μου!»
«Τα όπλα σου δείχνουν περίεργα. Σα να είσαι από κάποιο βιντεοπαιχνίδι», λέει ο Fantasy Wanderer σκύβοντας και κοιτώντας τη ζώνη του Μιχάλη.
«Ναι, το πιστόλι το πέταξα, αλλά δείτε αυτό». Βγάζει ένα οδοντωτό κυνηγετικό μαχαίρι. «Είναι ο πιστός μου σύντροφος. Του μιλάω κάποιες φορές». Κοιτάζει τους δύο άνδρες που ανταλλάσσουν βλέμματα μεταξύ τους με σύγχυση. «Όχι, όχι, μην με παρεξηγείτε, φίλοι μου. Δεν είμαι τρελός. Απλώς, σε αυτόν τον κόσμο, κάνεις τα πάντα για να βρεις μια συντροφιά. Εσείς έχετε ο ένας τον άλλον. Εγώ δεν ξέρω καν αν ζουν οι φίλοι μου», λέει και χαμηλώνει το βλέμμα.
«Σε λίγο θα μας πεις ότι μπορείς να δεις και τα stats του παιχνιδιού», λέει ο Χρήστος περιπαιχτικά, θέλοντας να αλλάξει το κλίμα.
«Και φυσικά μπορώ να τα δω. Εσείς δεν μπορείτε; Μην μου πείτε ότι είστε κι εσείς NPC… θα τρελαθώ!»
«Τώρα σε κατάλαβα! Έχουμε διαβάσει για σένα», αναφωνεί ξαφνικά ο Fantasy Wanderer. Έπειτα σηκώνεται και πηγαίνει προς τη μεγάλη του βιβλιοθήκη, από την οποία βγάζει ένα μικρό βιβλίο. «Σε αυτό, ο χρονικογράφος σου, ο Στέφανος Καράμπαλης, γράφει τις περιπέτειές σου. Τον γνωρίζεις;»
«Απίστευτο τυπάκι», λέει και κοιτάει πίσω του μήπως τον ακούει κανείς. Σκύβει μπροστά και ψιθυρίζει. «Μεταξύ μας τώρα. Δεν γνωρίζει γι’ αυτήν τη συνάντηση, έτσι; Θέλω να ξεφύγω, παίδες, δεν περνάω καλά. Μου βάζει πολλές προκλήσεις. Δεν ήξερα ότι τον ξέρετε». Ακουμπάει ξανά στην πλάτη της καρέκλας. «Ναι, ναι, σας λέω έχει απίστευτο, κοφτερό μυαλό». Σκύβει ξανά μπροστά και ψιθυρίζει. «Παινεύεται ότι έφερε το υποείδος των LitRPG στην Ελλάδα. Και φυσικά εγώ περνάω τα δεινά και εκείνος παίρνει τα εύσημα».
Ο Αλέξανδρος κλείνει το μάτι χαμογελώντας, ενώ ο Χρήστος κουνάει το κεφάλι μιλώντας. «Τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότεροι LitRPG ήρωες βρίσκουν διέξοδο σε σελίδες βιβλίων. Έχεις να μας προτείνεις κάποιους;»
«Είστε τυχεροί. Κάποια στιγμή, ο Στέφανος άνοιξε στον υπολογιστή του το αρχείο με τα ζόμπι παράλληλα με κάποια άλλα LitRPG βιβλία και τα άφησε ανοιχτά για να πάει να κάνει καφέ. Θα σας πω, γιατί πήδηξα κρυφά σε άλλες ιστορίες και γνώρισα τους ήρωές τους, αλλά μην το πείτε στον Στέφανο, σας παρακαλώ. Λοιπόν, έχουμε τον Τζακ από τη σειρά Οι Αλλοι, έναν εκπληκτικό λουφαδόρο μεσήλικα με μπιροκίλι, πολύ χιουμορτζή. Μετά, έχουμε την Μαγκούστα και το Κοράκι από τη σειρά Αδελφοί εξ αίματος, δύο τρελαμένους νέους που προσπαθούν να επιβιώσουν όταν η Γη απορροφάται από τον Κόσμο του Πολέμου. Επίσης, έχουμε την Κόραλ από τη σειρά Μόχθος Ονλάιν. Και φυσικά, έχουμε τον αγαπημένο μου Γουίλ από τη σειρά Το Ενδιάμεσο Βασίλειο – πολύ καλό τυπάκι κι αυτός· χαμένος βέβαια στον δικό του μοναδικό κόσμο». Σκύβει ξανά μπροστά. «Έχω ακούσει ότι ο Στέφανος ετοιμάζει κι άλλες σειρές – και δικές του, αλλά και μεταφράσεις. Παρακαλώ, μην του πείτε τίποτα και νευριάσει μαζί μου και τρέχω και δεν φτάνω».
«Ούτε λέξη», τον καθησυχάζει ο Χρήστος.
«Όπως βλέπω στον υπολογιστή, χρειάζεσαι σφαίρες», λέει ο Fantasy Wanderer και σκύβει προς τον Μιχάλη. «Τυχαίνει να έχω μερικά κουτιά», ψιθυρίζει. «Εμείς ως λάτρεις του μεσαίωνα», συνεχίζει δυναμώνοντας ξανά τη φωνή του και κοιτάζοντας τον Χρήστο, που έχει ξεκινήσει ήδη να αρματώνεται, «θα πάρουμε τις ασπίδες και τα σπαθιά μας για να σου ανοίξουμε τον δρόμο και να συνεχίσεις την περιπέτειά σου. Χαρήκαμε που σε γνωρίσαμε κι από κοντά».
«Εγώ σας ευχαριστώ για τον καφέ. Νιώθω ήδη ξεκούραστος και ετοιμοπόλεμος. Και χάρηκα που σας γνώρισα». Ο Μιχάλης παίρνει τις σφαίρες που του δίνει ο Αλέξανδρος. «Αν και το πέταξα το πιστόλι, θα πάω να το ξαναπάρω. Μην ανησυχείτε. Έχω τον πιστό μου φίλο μαζί», λέει και κλείνει το μάτι καθώς βγάζει το μαχαίρι του. «Λοιπόν; Φύγαμε;»
Ο Fantasy Wanderer πατάει το κουμπί να σηκωθούν τα στόρια και ετοιμάζεται να ανοίξει την πόρτα κρατώντας το σπαθί του. Ο Χρήστος παίρνει θέση πίσω ακριβώς από την πόρτα κρατώντας την ασπίδα του, για να απωθήσει κατευθείαν τα ζόμπι με το που ανοίξει η πόρτα. Ο Μιχάλης είναι ακριβώς πίσω από τον Χρήστο, έτοιμος να εκμεταλλευτεί κάθε αδυναμία των ζόμπι. Οι τρεις άνδρες μετρούν ως το τρία και βγαίνουν από το μαγαζί με φόρα και κραυγάζοντας, σπρώχνοντας και σκοτώνοντας τα ζόμπι. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Fantasy Wanderer και ο Χρήστος βλέπουν τον Μιχάλη να εκμεταλλεύεται το άνοιγμα που του προσφέρουν και να διαφεύγει, φωνάζοντας πάνω από τον ώμο του. «Και γαμώ τους καφέδες, μπρο!»
Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον Μιχάλη ή γενικά για τα LitRPG αποκτήστε τη σειρά “Επίθεση των Ζόμπι” του συγγραφέα Στέφανου Καράμπαλη.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.