m
Back to Top
kafe-me-olaf

Πίνοντας καφέ με τον Όλαφ Ντράγκονροντ

Ο Fantasy Wanderer πίνει καφέ και συζητά με ήρωες της λογοτεχνίας του φανταστικού

   Το τρεμάμενο χέρι του βαστούσε με δυσκολία το αιματοβαμμένο σφυρί του. Η μάχη είχε τελειώσει και η ένταση των μυών του υποχωρούσε. Οι πληγές του αιμορραγούσαν ακατάπαυστα και οι δυνάμεις του έσβηναν. Παραπάτησε για λίγο ώσπου σωριάστηκε στο έδαφος, παραδιδόμενος στο σκοτάδι που τον πολιορκούσε.

   Άνοιξε τα μάτια του και αντίκρυσε κάτι πρωτόγνωρο. Βρισκόταν σε έναν περίεργο δωμάτιο, με λείους, πορτοκαλί τοίχους και ένα μαρμάρινο δάπεδο, το οποίο ήταν πεντακάθαρο, χωρίς στάχια ή άλλα φυτά. Ένα μεγάλο, καθόλου θολό παράθυρο κοιτούσε σε ένα πολυώροφο κτίσμα, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί στη μέχρι τώρα ζωή του. Δίπλα του ορθωνόταν μια βιβλιοθήκη γεμάτη βιβλία, απέναντι από ένα περίεργο γραφείο, φτιαγμένο με λεπτά κομμάτια σκουρόχρωμου ξύλου. Πάνω του υπήρχε ένα μικρό, μαγικό παράθυρο με περίτεχνες ζωγραφιές να εναλλάσσονται μπροστά του.

   «Σου ετοίμασα καφέ» του είπα μόλις μπήκα στο δωμάτιο, προκαλώντας το σύγκορμο τράνταγμά του και την αναζήτηση του σφυριού του. «Για ευνόητους λόγους, σκέφτηκα να μην φανταστώ ότι έχεις μαζί σου το όπλο σου. Ελπίζω να μη σε πειράζει. Έτσι κι αλλιώς για ένα καφεδάκι σε έφερα σπίτι μου».

   «Ποιος είσαι, σκύλε;» μου γρύλισε, κάνοντάς με να πισωπατήσω. «Πού βρίσκομαι; Μίλα!».

   Τα γαλάζια του μάτια φώτισαν, καθώς είχε σηκωθεί, έτοιμος να ορμήσει στην άμοιρη λεία του.

   «Ηρέμησε, Όλαφ. Λέγομαι Αλέξανδρος Λειβαδιώτης ή αλλιώς Fantasy Wanderer και είμαι ο… χρονικογράφος σου. Αυτός που αποφάσισε να γράψει σε βιβλίο τη ζωή σου».

   «Και ποιος ενδιαφέρεται για τη ζωή μου; Δεν είμαι ούτε ευγενής, ούτε κανένας βασιλιάς».

   «Ελπίζω πολλοί». Του πρόσφερα δειλά την κούπα με τον ζεστό καφέ φίλτρου, προσδοκώντας να κερδίσω την εμπιστοσύνη του. «Βρίσκεσαι στο σπίτι μου, σε μια άλλη πραγματικότητα. Μόλις ξυπνήσεις θα επιστρέψεις στη Χώρα του Ποταμού Έαρμαρκ. Ξέρω ότι είναι σοκ για σένα κάτι τέτοιο, αλλά ένας φίλος μου είχε την ωραία ιδέα να σε φέρουμε εδώ για ένα καφεδάκι».

   «Τι είναι αυτά που λες;». Χωρίς να χαλαρώσει τα άγρια χαρακτηριστικά του προσώπου του, άρπαξε την κούπα και την μύρισε καχύποπτα. «Θες να με δηλητηριάσεις; Τι σόι υγρό είναι αυτό;».

   «Ηρέμησε» τον παρακάλεσα ξανά και παίρνοντας με αργές κινήσεις πίσω το ποτήρι, ήπια μια καλή γουλιά. «Ορίστε. Είναι ένα πολύ δημοφιλές ποτό του κόσμου μου. Δοκίμασέ το».

   Κοιτώντας με καχύποπτα και οργισμένα, μου έκανε τη χάρη και ήπιε. Έχοντας προνοήσει, του είχα βάλει αρκετή ζάχαρη και γάλα, οπότε μετά την πρώτη γουλιά, ήπιε το υπόλοιπο σχεδόν μονορούφι.

   «Πολύ καλό αυτό το καφέ ποτό σου» είπε και πέταξε την κούπα στο πάτωμα, θρυμματίζοντάς την. «Φέρε κι άλλο!».

   «Καλό είναι να μην πιεις άλλο. Είναι κάτι σαν το Βορ σ’ ορ άμαν του Άμπαραθ. Δεν κάνει να πιεις πολύ».

Παρ’ ότι η οργή του είχε σχεδόν χαθεί, η καχυποψία του παρέμενε. Αλλά τελικά κάθισε στον καναπέ. Τα χέρια του χάιδεψαν το ύφασμα, σε μια μάταιη προσπάθεια να καταλάβει από τι υλικό ήταν φτιαγμένος.

«Αν και δε δείχνουμε έτσι στον κόσμο μου την ευχαρίστησή μας για ένα ποτό, θα το εκλάβω ως φιλοφρόνηση» είπα σκουντώντας τα κομμάτια της σπασμένης κούπας με την παντόφλα μου.

   «Τί είσαι;» με ρώτησε κοιτώντας το μακρύ σπαθί των Ναϊτών, που κρεμόταν στον τοίχο. «Έχεις όπλο, αλλά είσαι πολύ πλαδαρός για πολεμιστής».

   «Δε σε έφερα εδώ για να μιλήσουμε για μένα» απάντησα λίγο ενοχλημένος, φοβούμενος, όμως, να δείξω πλήρως την δυσαρέσκειά μου. «Θέλω να μιλήσουμε για σένα. Πες μου…».

   «Τι ωραίες ζωγραφιές!» με διέκοψε παίρνοντας στα χέρια του μια φωτογραφία μου.

   «Εκεί είμαι με την Όλια, τη σύζυγό μου».

   «Ποιος ζωγραφίζει τόσο ωραία;».

   «Δεν είναι ζωγραφιά. Φωτογραφία λέγεται… αλλά δε μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς τι είναι».

   «Καταραμένοι μάγοι!» γρύλισε και την πέταξε μακριά, σπάζοντας το τζάμι της.

   «Θα το μαζέψω κι αυτό αργότερα» μονολόγησα απελπισμένα, αρχίζοντας να πιστεύω πως δεν ήταν πολύ καλή ιδέα όλο αυτό.

   «Πολύ ζέστη έχετε εδώ. Καλοκαίρι είναι;».

   «Βασικά είναι τέλη χειμώνα». Τα γουρλωμένα του μάτια με κοίταξαν με οίκτο, τον οποίο καταλάβαινα απόλυτα. «Λοιπόν, για πες μου για σένα».

   «Τί θες να σου πω; Και γιατί να σε εμπιστευτώ;».

   «Σου είπα. Είμαι ο χρονικογράφος σου. Ξέρω πολλά πράγματα, που άλλοι δε γνωρίζουν. Όπως για τον Σερ Άντορ, τον Μέρεκ, την Ενβίνιαν, την Ολίβια». Μια βαριά εκπνοή ξέφυγε από τα χείλη του. Κατέβασε το βλέμμα του και ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ. «Όντως, καλό είναι να μην πούμε για αυτούς. Τί είναι αυτό που ζητάς; Που ποθείς;».

   «Αφού ξέρεις τόσα, έπρεπε να ξέρεις για την αναζήτησή μου».

   «Δε θέλω να μου πεις τί πρέπει να κάνεις, αλλά η καρδιά σου τι ποθεί».

   Κοίταξε έξω από το παράθυρο, παρατηρώντας με θαυμασμό, αλλά και με απέχθεια τη διπλανή πολυκατοικία. «Πώς ζεις εδώ;» με ξάφνιασε με την ερώτησή του. «Έχεις δυο-τρία φυτά σε γλάστρες και όλα τα άλλα είναι πέτρες».

   «Βασικά είναι τούβλα και τσιμέντο, αλλά καταλαβαίνω την απορία σου».

   «Τί ακούγεται έτσι;».

   «Είπα να βάλω λίγη μουσική».

   «Πού κρύβονται οι βάρδοι;» είπε ερευνώντας με την εκπαιδευμένη ματιά του τον χώρο.

   «Είναι… από τον υπολογιστή». Αυτό δεν ήξερα πώς να του το εξηγήσω.

   «Καλά κατάλαβα ότι είσαι μάγος!».

   «Επειδή ήδη έχουμε σπαταλήσει πολύ χρόνο έτσι, ας πούμε πως χρησιμοποιώ ένα είδος μαγείας».

   «Καταραμένοι μάγοι!» μούγγρισε ξανά, παγώνοντας το αίμα μου.

   «Σου υπόσχομαι πως δε θέλω το κακό σου. Απλά ήθελα να περάσω λίγο χρόνο μαζί σου. Να σε γνωρίσω καλύτερα».

   «Εγώ δε σε ξέρω καθόλου» ανταπάντησε αγριοκοιτάζοντάς με.

   «Ευκαιρία να με γνωρίσεις».

   «Δε θέλω συναναστροφές με μάγους» είπε και πήρε στα χέρια του το περίεργο ύφασμα που χυνόταν πάνω στον καναπέ για να το επεξεργαστεί καλύτερα.

   «Άρε Κεσκίνη με τις ιδέες σου…» μονολόγησα.

   «Τί είναι αυτό;».

   «Το Κεσκίνης είναι όνομα. Για την ακρίβεια επίθετο».

   «Περίεργα ονόματα έχετε».

   «Ενώ εσείς…» το βλέμμα του με έκανε να σταματήσω την φράση μου.

   «Πρέπει να έχεις πολύ χρυσό» είπε καθώς σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη, αφήνοντας από τα χέρια του το ριχτάρι να πέσει στο πάτωμα. «Έχεις πάρα πολλά βιβλία».

   «Στον κόσμο μου δεν είναι τόσο ακριβά, όπως στον δικό σου».

   «Και πάλι η πραγματικότητα είναι εκεί έξω. Χάνεις το χρόνο σου με αυτά» δήλωσε και άρχισε να πλανάτε στο δωμάτιο.

   «Πίστεψέ με, πολλά από αυτά με ταξιδεύουν σε μια πολύ καλύτερη πραγματικότητα από αυτή εκεί έξω» είπα προσπαθώντας να κρύψω τον φόβο και το δέος στη χροιά της φωνής μου από την επιβλητική του παρουσία, καθώς πέρασε από δίπλα μου. Αν και μόλις είχε μπει στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, με περνούσε σχεδόν δύο κεφάλια, ενώ το γυμνασμένο κορμί του φάνταζε γιγαντιαίο από τόσο κοντά.

   «Για αυτό είσαι πλαδαρός».

   «Μου το ξανάπες αυτό» απάντησα εκνευρισμένος, αλλά και πάλι αρκετά φοβισμένος για να το δείξω.

   «Χα! Κοίτα ένα χοντρό γατί!» φώναξε μόλις είδε το κρεβατάκι του γάτου μου.

   «Ναι αυτός είναι ο Λόκι» είπα, κοιτώντας το ζωντανό να τρέχει τρομαγμένο, ακούγοντας τη βαριά φωνή του Όλαφ.

   «Ούτε το φαγητό πρέπει να είναι ακριβό, αν κρίνω και από τους δυο σας».

   «Λοιπόν αρκετά. Μα τον Χριστό, γύρνα στον κόσμο σου! Άρχισες να με εκνευρίζεις» κατάφερα να πω, οργισμένος από τις προσβολές του.

   «Ποιος είναι πάλι αυτός;». Δεν απάντησα. «Ούτε μέρα δε θα ζούσες στον κόσμο μου» με κορόιδεψε, καθώς χασμουριόταν και έκατσε στην καρέκλα του γραφείου, αναγκάζοντάς την να κρώξει από το βάρος του. Έστριψε το βλέμμα του για άλλη μια φορά στο μαγικό παράθυρο με τις όμορφες εικόνες και αποκοιμήθηκε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή.

   Ο χλωμός ήλιος θάμπωνε την ήδη θολή ματιά του. Κοίταξε γύρω του και συνειδητοποίησε ότι ήταν ξαπλωμένος στο παχύ αρκουδοτόμαρό του, ενώ δίπλα του κειτόταν το βουτηγμένο στο αίμα σφυρί του. Σηκώθηκε με δυσκολία, μουγγρίζοντας από τον οξύ πόνο. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο πεδίο της μάχης, όπου πλέον επικρατούσε νεκρική σιγή. Διαμελισμένα άκρα και σκισμένη σάρκα είχαν γίνει το γεύμα των νεκροφάγων κορακιών, ενώ κάπου στο βάθος ένας τραυματίας πάλευε να διώξει τα αρπακτικά για να βρει έστω και λίγη γαλήνη, προτού η ψυχή του εγκαταλείψει το σώμα του.

   Τί περίεργο όνειρο, σκέφτηκε ανακουφισμένος που επέστρεψε στη Χώρα του Ποταμού Έαρμαρκ και βάζοντας το όπλο στον ώμο του κατευθύνθηκε προς τις νέες περιπέτειές του…

Όλαφ Ντράγκονροντ
Ο Όλαφ Ντράγκονροντ όπως τον “γνώρισε” ο καλλιτέχνης Γιάννης Καψάλης

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον Όλαφ, καθώς δεν ήταν πολύ συνεργάσιμος στη συνέντευξη, και την πανέμορφη Χώρα του ποταμού Έαρμαρκ, αποκτήστε το βιβλίο “Η Κόρη του Δάσους” το πρώτο της σειράς “Ο Υπέρμαχος των Λησμονημένων Θεών” του συγγραφέα Αλέξανδρου Λειβαδιώτη.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα