m
Back to Top
Conan vs Aragorn Aftermath

FWB: Αποτέλεσμα Conan the Cimmerian Vs Aragorn II – Elessar (Φάση των 8)

Fantasy Wanderer’s Battles

Γράφει ο Χρήστος Κεσκίνης

Τι άλλο μου επιφυλάσσουν οι Βάλαρ; Γιατί;

Ο Άραγκορν προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να επιστρέψει πίσω στον κόσμο του. Ή μήπως στην εποχή του; Αν και τα πάντα γύρω του έδειχναν διαφορετικά και ξένα, σύντομα κατάλαβε ότι παντού υπήρχαν απροστάτευτοι και φτωχοί που χρειάζονταν τη βοήθεια του Γοργοπόδαρου. Έτσι, μετά από καιρό, ο Βασιλιάς ξαναέγινε Περιπλανώμενος Φύλακας. Προστάτης των φτωχών και των αδύναμων. Άλλωστε η Σκιά μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα, όπως και το Φως.

Είχε μέρες να κοιμηθεί. Περιπλανιόταν και πάλι στα δάση, όπως τότε στη Μέση Γη. Αναρωτιόταν αν θα ξαναέβλεπε ποτέ τη Λευκή Πόλη, την αγαπημένη του Άργουεν και φυσικά τον μικρό Ελντάριον. Και ενώ μέχρι το προηγούμενο βράδυ τα νέα άστρα, που κατάφερε να μάθει να ακολουθεί ξανά από την αρχή, του έδειχναν τον δρόμο, τώρα όλα έμοιαζαν και πάλι καινούργια και άγνωστα. Κατάφερε να βγει από το δάσος και οδηγήθηκε σ’ ένα μικρό χωριό, λίγο πριν το δειλινό. Με έκπληξη είδε ανθρώπους, Νάνους αλλά και Χόμπιτ να ζουν αρμονικά. Είχε να αντικρίσει οτιδήποτε εκτός από ανθρώπους από τότε που έφυγε από τη Μέση Γη.

Γύρισα! Επιτέλους!

«Πες μου σε παρακαλώ, Άρχοντα Νάνε, πώς λέγεται αυτό το μέρος;», ρώτησε έναν Νάνο σιδερά που έκανε το διάλλειμά του έξω από το μαγαζί του.

«Βρίσκεσαι στο Σέκομπερ, ξένε. Μικρή η πόλη μας, μα έχει ό,τι χρειάζεσαι, αρκεί να έχεις να το πληρώσεις. Με χαρά θα απαντήσω στις ερωτήσεις σου, αν βέβαια αγοράσεις κάτι από εμένα. Το σπαθί σου απ’ όσο βλέπω είναι εξαιρετικό και δε νομίζω πως μπορώ να το κάνω καλύτερο, παρά την αναμφισβήτητη τέχνη μου. Μα θα μπορούσα να σε προμηθεύσω με μαχαίρια, βέλη, ένα καλύτερο τόξο, μια πανοπλία ή οτιδήποτε άλλο χρειαστείς…».

Ο Άραγκορν δεν είχε ακούσει ξανά γι’ αυτό το χωριό, μα ήξερε ότι ο πεισματάρης Νάνος θα μιλούσε μόνο, αν αγόραζε κάτι από αυτόν.

«Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω κάποια βέλη και ίσως ένα μαχαίρι. Αν έχεις και μία πέτρα ακονίσματος θα πάρεις τρεις χρυσούς δράκους», είπε, μα είδε τον Νάνο να γελάει πριν προλάβει να βγάλει τα νομίσματα.

«Σιγά να μην πάρω και τέσσερεις δαίμονες της Αβύσσου. Δεn ξέρω από πού έρχεσαι, ξένε, μα εγώ δέχομαι μόνο χρυσάφι», απάντησε ο Νάνος. «Δες τι έχω στο μαγαζί και θα τα βρούμε μετά. Όπως και αν τα αποκαλείς, μοιάζουν καθαρό χρυσάφι», συμπλήρωσε βλέποντας ότι ο ξένος του έδειχνε ήδη κάποια νομίσματα.

Μπαίνοντας στο μικρό οπλοπωλείο, το μάτι του Άραγκορν έπεσε πάνω σε δύο πολύ γνωστά του όπλα.

«Αυτό το τόξο και εκείνο το κυρτό μαχαίρι. Πού τα βρήκες;».

«Α… Αυτά κατασκευάστηκαν από τα Ξωτικά του Τορίλ και…».

«Πες μου την αλήθεια…», είπε ο Άραγκορν και του πέταξε ένα χρυσό νόμισμα. Αυτά ήταν σίγουρα τα όπλα του Λέγκολας. Αν εκείνος ήταν εδώ, ίσως μαζί να έβρισκαν τρόπο να γυρίσουν.

«Μου τα έφερε ένας βάρβαρος το πρωί. Κλέφτης σίγουρα. Αν κρίνω από το ύφος του, σίγουρα πήγε να πιει στο καπηλειό με τα χρήματα που του έδωσα».

«Πού είναι το καπηλειό; Δείξε μου…», απαίτησε και πάλι ο Βασιλιάς της Γκόντορ κρατώντας ένα ακόμη χρυσό στα δάχτυλά του.

«Πολύ εύκολο. Όλο ευθεία από εδώ. Σε τρία σπίτια θα το δεις μπροστά σου. Καπνισμένη Βουτυρόμπυρα λέγεται, μα μην πιεις το ομώνυμο ποτό. Είναι πραγματικά άθλιο, ότι και να λέει ο Πορφυρόμελος Άρνι. Τα τελευταία χρόνια τα ‘χει χάσει…».

   Ο Άραγκορν πέταξε το νόμισμα και ξεκίνησε για το καπηλειό. Μα δε χρειάστηκε να φτάσει ως εκεί. Αντίκρισε τον βάρβαρο να βγαίνει από την πόρτα και αμέσως κατάλαβε ότι είναι αυτός για τον οποίο του μίλησε ο σιδεράς. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, ένα σπαθί κοσμούσε την πλάτη του και φαινόταν να έχει περάσει πολλές μάχες πριν βρεθεί σε αυτό το μέρος.

«Χαίρε, ξένε, είμαι ο Άραγκορν, Περιπλανώμενος Φύλακας. Ο σιδεράς μου είπε για τα όπλα που του πούλησες. Πού τα βρήκες;».

«Τα κέρδισα. Ήταν δικά μου!», απάντησε εκείνος απότομα. «Και προτιμώ να με αποκαλούν Κόναν».

«Ξέρω ότι δεν είναι δικά σου, Κόναν. Ο κάτοχός τους είναι φίλος μου. Πρέπει να τον βρω…», είπε ο Άραγκορν πλησιάζοντας.

«Θα δυσκολευτείς να τη  βρεις. Η Γκουέν είναι νεκρή…».

«Τα όπλα ανήκουν στον Λέγκολας. Μην λες άλλα ψέματα, βάρβαρε. Τελευταία φορά που τον είδα ταξίδευε προς τη δύση με έναν…».

«Είναι νεκροί και οι δύο. Έχω υπάρξει κλέφτης και δολοφόνος, Φύλακα. Έχω υπάρξει μισθοφόρος, πειρατής, κουρσάρος, τυχοδιώκτης και ό,τι άλλο θες. Αλλά δεν είμαι ψεύτης. Τους συνάντησα πριν έρθω εδώ. Τους σκότωσα σε τίμιες μονομαχίες. Δεν έχω ιδέα γιατί τώρα τελευταία όλοι θεωρούν πως είμαι άτιμος. Απλά θα ήταν κρίμα να πάνε χαμένα τόσο όμορφα όπλα. Τα πήρα και τα πούλησα. Τώρα άσε με να περάσω. Θέλω να βρω ένα κατάλυμα για τη νύχτα …».

«Ψεύτη… Δε μπορεί να σκότωσες δύο συντρόφους μου. Τα έκλεψες, είμαι σίγουρος…», είπε ο Άραγκορν και έβγαλε το Άντουριλ από το θηκάρι του. «Μόνο θάνατος σου αξίζει…».

«Δε μου αρέσει να με αποκαλούν ψεύτη. Και πριν τελειώσει η μέρα που φεύγει, θα σε στείλω να τους συναντήσεις, αφού το λαχταράς τόσο….».

Ο Άραγκορν απέφυγε την επίθεση του βάρβαρου χωρίς να τον χάσει από τα γεμάτα μίσος μάτια του. Δεν μπορούσε να ξέρει γιατί οι Βάλαρ τον είχαν ρίξει σε αυτές τις αλλεπάλληλες μάχες, μα αυτός ο βάρβαρος είχε σκοτώσει τον Λέγκολας και τον Γκίμλι και μάλιστα το είχε παραδεχτεί χωρίς να νοιάζεται καν.

«Τί είδους άνθρωπος είσαι; Δε σου έκαναν τίποτα…», ρώτησε κρατώντας μια σταθερή απόσταση ανάμεσά τους. 

«Δε θέλει σκέψη. Μου επιτέθηκαν. Τους σκότωσα…», απάντησε ο βάρβαρος.

«Ποιος πολιτισμένος άνθρωπος κάνει κάτι τόσο βάρβαρο όσο αυτό;», είπε τότε ο Άραγκορν δείχνοντας το αποτρόπαιο κρεμαστό με τα μυτερά αυτιά που κοσμούσε τον λαιμό του αντιπάλου του…

«Ο πολιτισμός είναι μια ατυχής σύμπτωση. Οι κόσμοι αλλάζουν. Ο χρόνος κάνει κύκλους και οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη. Το μόνο αναλλοίωτο είναι η ηρωική ψυχή. Οι πολιτισμένοι μπορεί να έχετε χειρότερους τρόπους από τους… άγριους γιατί ξέρετε πως μπορείτε να είστε αγενείς, χωρίς κάποιος να σας αποζημιώσει με ένα ανοιγμένο κεφάλι. Είμαι λοιπόν βάρβαρος και είμαι περήφανος γι’ αυτό!».

«Θα έρθει μια μέρα όπου ο πολιτισμός των ανθρώπων θα καταστραφεί. Όπου θα εγκαταλείψουμε τους φίλους μας και δε θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς. Μια μέρα  βαρβαρότητας και χάους. Θα έρθει μια τέτοια μέρα. Αλλά ΌΧΙ σήμερα…».

Με αυτά τα λόγια ο Άραγκορν οδήγησε το όπλο του μπροστά πληγώνοντας το μπράτσο του αντιπάλου του. Εκείνος, χωρίς να διστάσει χτύπησε το χέρι του βασιλιά της Γκόντορ με το σπαθί του. Βασιλιάς και άγριος διασταύρωσαν τις λεπίδες τους χωρίς να φαίνεται να τους ενοχλούν οι πληγές τους. Μετά από δύο, τρία χτυπήματα του βάρβαρου, που απέκρουσε με το Άντουριλ ο Άραγκορν, και οι δύο έκαναν βήματα πίσω για να επιτεθούν ξανά αμέσως μετά. Προσεκτικά, προσπαθούσαν να μετρήσουν τον αντίπαλο και να βρουν τα τρωτά του σημεία. Με μία κίνηση από χαμηλά ο βάρβαρος κατάφερε να πληγώσει το δεξί πόδι του Φύλακα και αμέσως οπισθοχώρησε, πριν εκείνος ανταποδώσει το χτύπημα. Σταδιακά, και παρά τα χτυπήματα και από τις δύο πλευρές, ο Κόναν έδειχνε να έχει το πάνω χέρι. 

Αιμορραγούσαν και οι δύο από αρκετές πληγές. Ένα κόκκινο σαν αίμα φεγγάρι υψωνόταν στον ουρανό. Κρυβόταν πίσω από μαύρα γεμάτα βροχή σύννεφα μόνο και μόνο γα να κάνει την εμφάνισή του μετά από λίγο. Παρά τα στιγμιαία σκοτάδια, κανένας από τους δύο δε φαινόταν να πτοείται, Ο Κόναν έκανε ακόμη μία επίθεση με στόχο τον λαιμό του αντιπάλου του. Ο Άραγκορν έφερε το σπαθί του σε κάθετη θέση και απέκρουσε το χτύπημα. Το Άντουριλ άντεξε. Το σπαθί του Κόναν όχι! Έσπασε από τη σύγκρουση λίγο πάνω από τη λαβή. Το σπασμένο κομμάτι πέτυχε τον ώμο του Άραγκορν και καρφώθηκε εκεί διαπερνόντας την ωμοπλάτη του. Ένα ουρλιαχτό ξέφυγε από τον Βασιλιά της Γκόντορ. Κρατώντας με τα δυο του χέρια το Άντουριλ και βάζοντας όλη τη δύναμή του το κατέβασε στο αριστερό πλευρό του αντιπάλου του.

«Το ήξερα πως δεν έπρεπε να πιω τη βουτυρόμπυρα, παρά την επιμονή του Άρνι…», γρύλισε ο βάρβαρος πιάνοντας την πληγή στο πλευρό του λες και ήταν κάτι το συνηθισμένο γι’ αυτόν.

«Κρομ, άνοιξε τις πύλες τους βασιλείου σου…», ούρλιαξε στη συνέχεια και, παρά το σπαθί που είχε διαπεράσει την κλείδα φτάνοντας βαθιά στον κορμό του, θρυμματίζοντας κόκκαλα μα και ζωτικά όργανα, χτύπησε με το σπασμένο του σπαθί τον θώρακα του Άραγκορν ξανά και ξανά. Αίμα πότιζε το χώμα και οι δύο αντίπαλοι με το ζόρι στέκονταν στα πόδια τους. Παραπατώντας απομακρύνθηκαν, με τον Άραγκορν να βρίσκει έναν βράχο να στηριχθεί. Απέναντί του, ο Κόναν έπεσε στο έδαφος ψυχορραγώντας.

Ο Άραγκορν ένιωθε και τη δική του ζωή να φεύγει από τις αμέτρητες πληγές στο σώμα του. Με χέρια που έτρεμαν έπιασε από μία πτυχή της πανοπλίας του το τελευταίο φύλλο Άθελας που είχε στην κατοχή του. Το έφερε στο στόμα του και, αφού το μάσησε λίγο, το τοποθέτησε πάνω στον θώρακά του, στη μεγαλύτερη και πιο σοβαρή από τις πληγές του. Μπροστά στα κλειστά μάτια του είδε την Άργουεν να του χαμογελά. Την είδε ν’ απλώνει το χέρι της και να αγγίζει κάθε μια από τις πληγές του. Ένιωσε τη μαγεία της φυλής της να τον θεραπεύει. Το σώμα του, ανάλαφρο και απαλλαγμένο απ’ όλες τις πληγές, δεν ακουμπούσε πλέον στο έδαφος. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του, μα ένα εκτυφλωτικό φως τον ανάγκασε να τα σφαλίσει. Κρατούσε την πνοή του, λες και από αυτό εξαρτιόταν όχι μόνο η ζωή του, μα οι ζωές όλων όσων γνώριζε. Μετά από … λίγες στιγμές; Ώρες; Μέρες; Δεν μπορούσε να πει, άφησε την ανάσα του να βγει και κατάφερε να ανοίξει τα μάτια του. Βρισκόταν σ’ ένα δωμάτιο. Δεν είχε κάγκελα, μα ήταν κλειστό από παντού, εκτός από μία ξύλινη βαριά πόρτα. Το Άντουριλ βρισκόταν στα ματωμένα χέρια του, μα οι πληγές του έδειχναν να έχουν γιατρευτεί. Στα αυτιά του έφταναν ιαχές και ζητωκραυγές από χιλιάδες κόσμο. Κάποιες λέξεις τις αναγνώριζε. Άλλες όχι. Σύντομα η κούραση τον κατέβαλε, μα πρόλαβε να ακούσει μια επιβλητική φωνή να λέει:

«Υπομονή, θνητοί! Ο τελευταίος από τους μονομάχους μόλις έφτασε. Σύντομα θα ξεκινήσει το θέαμα!».

Αμέσως μετά, βυθίστηκε σε έναν ταραγμένο ύπνο…

Αποτέλεσμα Conan vs Aragorn

Πύρρειος νίκη!

Ο Κόναν μετά από το αρχικό ξάφνιασμα από τον Αραγκορν πήρε κεφάλι και το κράτησε μέχρι τα μέσα της δεύτερης μέρας της ψηφοφορίας (που για ακόμη μια φορά έφτασε σε εκπληκτικά ύψη ψήφων). Κάπου εκεί ο Βασιλιάς της Γκοντορ έκανε την ανατροπή και πέρασε μπροστά κρατώντας το προβάδισμα ως το τέλος, παρά την αντεπίθεση του Κιμμέριου γίγαντα. Έτσι, με το τελικό 65-56 ο Άραγκορν περνά στον ημιτελικό, όπου όπως είδαμε τον περιμένει ο Μπρούενορ.

Fantasy Wanderer's battles 4

Κανόνες των Fantasy Wanderer’s Battle

Κάθε Τρίτη και Παρασκευή θα ανεβαίνουν δύο μονομαχίες με τέσσερις από τους 32 φανταστικούς ήρωες και θα έχετε 48 ώρες για να ψηφίσετε τον αγαπημένο σας. Η έκβαση των μαχών θα εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τις ψήφους σας, ακόμα και τις διακυμάνσεις τους κατά τη διάρκεια των δύο ημερών, και το αποτέλεσμα της κάθε μονομαχίας θα ανακοινώνεται με περιγραφή της μάχης, από τις πένες των παραμυθάδων Χρήστο Κεσκίνη και Λειβαδιώτη Αλέξανδρο. Δικαιούστε να ψηφίζετε μόνο μία φορά ανά μονομαχία, αλλά φυσικά μπορείτε να ζητάτε από γνωστούς και φίλους να στηρίξουν τον αγαπημένο σας ήρωα. Σε περίπτωση ισοψηφίας, τότε το αποτέλεσμα καθορίζεται από την αντικειμενική κρίση των συγγραφέων, αφήνοντας στην άκρη συναισθηματισμούς και συμπάθειες και εξετάζοντας καθαρά την πολεμική ικανότητα του κάθε ήρωα (εκτός, φυσικά, του Όλαφ και του Κόναν και δε δεχόμαστε καμία αντίρρηση σε αυτό). Οι περιγραφές των μονομαχιών θα αναρτώνται στο blog του Fantasy Wanderer. Μην ξεχνάτε, όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ημερών της ψηφοφορίας, θα υπάρχουν προσφορές σε επιλεγμένα βιβλία των εκάστοτε ηρώων. (Δημιουργείστε χαρακτήρα για να μη χάνετε τα XP των αγορών σας)

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.

Welcome to

My Rewards

Become a member

Join our loyalty program to unlock exclusive perks and rewards.

Ways to earn

Powered by WPLoyalty

0
    0
    Το καλάθι σας
    Το καλάθι είναι άδειοΕπιστροφή στο κατάστημα