FWB: Αποτέλεσμα Olaf Dragonrod vs Gimli (Φάση των 16)
Fantasy Wanderer’s Battles
Γράφει ο Αλέξανδρος Λειβαδιώτης
«Πού με έστειλες, καταραμένε μάγε;», μουρμούρισε ο Όλαφ, μόλις κατάφερε να ανάψει τη φωτιά. Αν και η βλάστηση σε αυτόν τον ξένο κόσμο ήταν διαφορετική από του δικού του, με χαρά συνειδητοποίησε ότι κι εδώ ο φλοιός δέντρου είναι το καλύτερο προσάναμμα. Γέμισε το φλασκί του με χιόνι και το έβαλε κοντά στις φλόγες κι ύστερα, χρησιμοποιώντας το μαχαίρι γδαρσίματος, ευγνωμονώντας τον Άλρικ για το δώρο αποχαιρετισμού του, ξεκίνησε να αφαιρεί το δέρμα από τον μικρό λαγό που είχε σκοτώσει. Δε θα έσβηνε τελείως την πείνα του, αλλά θα του έδινε δύναμη να συνεχίσει την αναζήτησή του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να γυρίσει και τότε θα πλήρωνε ακριβά ο μάγος για το λάθος του.
Τελειώνοντας με την προετοιμασία του φαγητού του, κι αφήνοντάς το μπηγμένο σε ένα κλαδί να αργοψήνεται, έφερε το σφυρί μπροστά του. Η κεφαλή του ήταν καλυμμένη από αίμα και κομμάτια σάρκας κι έπρεπε να καθαριστεί. Αν οι πολεμιστές του κόσμου αυτού ήταν σαν τους τρεις που αντιμετώπισε σήμερα, τότε δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από τις ερημιές αυτού του τόπου. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για το οτιδήποτε.
Σκούπισε καλά το όπλο του με ένα κομμάτι ύφασμα, μουσκεμένο από χιόνι, και έκανε το ίδιο και για το δρακομάχαιρο. Καθώς, όμως, το έβαζε στη θήκη του, η εκπαιδευμένη ακοή του ξεχώρισε κάτι διαφορετικό μέσα στο τραγούδι του δάσους. Σαν κάποιος να πλησίαζε με βαρύ βήμα, βαριανασαίνοντας. Σηκώθηκε, πήρε το σφυρί του και χώθηκε στην κάλυψη ενός κρυσταλλωμένου θάμνου.
Μετά από μερικές στιγμές, είδε μέσα στο λυκόφως μια χοντροκομμένη, κοντή φιγούρα να πλησιάζει διστακτικά τη φωτιά του. Ο ξένος παρέμενες κρυμμένος στις σκιές, χωρίς να έχει αντιληφθεί τον Όλαφ, ώσπου τελικά πλησίασε και το φως από τις φλόγες φανέρωσε τα χαρακτηριστικά του. Ήταν ένας κοκκινομάλλης Νάνος, αρματωμένος με έναν αλυσιδωτό θώρακα και έναν μεγάλο διπλό πέλεκυ. Κοίταξε για λίγο γύρω του κι έπειτα πλησίασε και άρπαξε τον λαγό που ψηνόταν.
«Δεν ξέρω τί τρόπους έχετε σε αυτή την περίεργη χώρα», είπε ο Όλαφ, βγαίνοντας από την κρυψώνα του, «αλλά από εκεί που έρχομαι, τιμωρείσαι αν κλέψει το φαγητό περιπλανητή».
«Makk an E ha’ ak!», αναφώνησε ο Νάνος. «Πόσους από εσάς πρέπει να σκοτώσω για να με αφήσετε ήσυχο; Αν κι εσύ φαίνεσαι ψηλότερος και φαρδύτερος από αυτόν τον Ούτρε, Ούνε, ή όπως τον έλεγαν».
«Σκότωσες τον Ουν;». Η καρδιά του Όλαφ ξεκίνησε έναν ξέφρενο χορό στο στήθος του. Η Οργή των Δράκων άρχισε να τον πολιορκεί και μόνο στην ιδέα ότι μπροστά του έστεκε ο φονιάς του πιστού του φίλου. «Μίλα, σκύλε! Σκότωσες τον Ουν;».
«Αν ο Ουν, όπως τον αποκαλείς, είναι γεροδεμένος, με μαύρα μαλλιά, τότε… ναι», απάντησε ο Νάνος προτάσσοντας το όπλο του. «Η μούρη του έγινε πολύ καλός φίλος του τσεκουριού μου. Φέρε, τώρα, και το δικό σου άσχημο πρόσωπο στον πέλεκύ μου!».
Ο Όλαφ έσφιγγε τη δερματόδετη λαβή του όπλου, καθώς ένας υπόκωφος ήχος έβγαινε από τον λάρυγγά του. Προσπαθούσε με όλη του τη δύναμη να κρατήσει μακριά την Οργή των Δράκων. Δεν έπρεπε να θολώσει.
Το μουγκρητό του μετατράπηκε σε πολεμική κραυγή, εφορμώντας και φέρνοντας το πολεμικό του σφυρί σε μια θανατερή τροχιά, με στόχο το χοντροκομμένο κεφάλι του Νάνου. Ο αντίπαλός του, όμως, δεν προσπάθησε να αποφύγει το χτύπημα. Αντίθετα έμεινε ακλόνητος, γέρνοντας ελαφρά την κεφαλή, με τέτοια κλίση που το σφυρί εξετράπη από την πορεία του, στη σύγκρουσή του με το κράνος. Ο Όλαφ σάστισε. Οποιοσδήποτε άνθρωπος δεχόταν αυτό το χτύπημα, θα κείτονταν τώρα νεκρός. Αλλά ο αντίπαλός του δεν ήταν άνθρωπος.
Στην προσπάθειά του να επαναφέρει το όπλο του, δεν πρόλαβε να αντιδράσει στην αντεπίθεση του Νάνου, ο οποίος εγκλώβισε το αριστερό πόδι του Όλαφ με την κεφαλή του τσεκουριού του. Η δύναμή του ήταν εξωφρενική, καθώς τον τράβηξε με βία και τον έριξε ανάσκελα.
«Namin men burk!», άκουσε τη βαριά φωνή του αντιπάλου του και είδε την κοφτερή λεπίδα του πέλεκυ να κατεβαίνει με ορμή προς το στήθος του.
Η ανάσα του κόπηκε από το χτύπημα. Αν και είχε προλάβει να σηκώσει τη λαβή του σφυριού, απορροφώντας μεγάλο μέρος της επίθεσης, για άλλη μια φορά ένιωσε αδύναμος μπροστά στη νανίσια ορμή. Η κεφαλή του τσεκουριού είχε προσκρούσει στον θώρακά του και θα τον είχε διαπεράσει αν δεν άντεχε το τριπλής πλέξης, αλυσιδωτό του χιτώνιο.
Ο Νάνος στάθηκε από πάνω του κι άρχισε να ανεβοκατεβάζει τον διπλό πέλεκυ, με απίστευτη βιαιότητα. Το κορμί του Όλαφ τρανταζόταν σε κάθε επαφή των λαβών των όπλων τους, αμυνόμενος με υπερένταση. Πρώτη φορά βρισκόταν σε τόσο μειονεκτική θέση, αλλά ακόμα αρνιόταν να παραδοθεί στην Οργή των Δράκων. Χρειαζόταν καθαρό μυαλό. Μόνο έτσι θα ανέστρεφε την κατάσταση.
Μούγκριζε, προσπαθώντας τα επαναφέρει την ανάσα του. Ο αντίπαλός του σήκωσε ξανά το τσεκούρι του και τότε άδραξε την ευκαιρία να τον κλωτσήσει στο γόνατο. Ο βραχύσωμος άνδρας έγειρε προς τα μπροστά κι ο Όλαφ γράπωσε και τράβηξε το περίτεχνα πλεγμένο σε πλεξούδα γένι.
«Όχι από τα μούσια», βρυχήθηκε ο Νάνος, πριν προσκρούσει το πρόσωπό του με βία στο παγωμένο έδαφος.
Χωρίς να χάσει στιγμή, ο Όλαφ κύλησε πάνω του, πιέζοντας με τη λαβή του σφυριού τον θηριώδη σβέρκο. Έβαζε όλο του το βάρος για να τον κρατήσει μπρούμητα από κάτω του, αλλά εκείνος σάλευε σαν αρκούδα, που γρήγορα θα ελευθερωνόταν από τα δεσμά του κυνηγού της. Προσπάθησε να συνεχίσει την πίεση με το αριστερό του χέρι, ώστε το δεξί να φτάσει στη ζώνη του και στο δρακομάχαιρό του, αλλά εκεί έχασε την ισορροπία του.
Ο Νάνος έγειρε στο πλάι. Ο Όλαφ άφησε το σφυρί του και πέρασε το μπράτσο του γύρω από το λαιμό του αντιπάλου. Βρέθηκε ξανά ανάσκελα, έχοντας εγκλωβισμένο τον βραχύσωμο άνδρα κι έσφιγγε με όλη του τη δύναμη. Οι μύες του φούσκωναν και τα ούλα του μάτωναν από την ένταση.
«Με κάνεις να γελάω», άκουσε τη βαριά φωνή. «Πας να πνίξεις Νάνο;». Το χοντροκομμένο χέρι του αντιπάλου του χώθηκε κάτω από τα μακριά του μούσια και έβγαλε έναν μικρό πέλεκυ.
Ο πόνος ήταν φριχτός. Η νανίσια λεπίδα χώθηκε στον μηρό του τρεις φορές. Ο Όλαφ ούρλιαξε. Άφησε τον λαιμό του και τον γράπωσε από τη ζώνη. Με την Οργή των Δράκων έτοιμη να τον κυριεύσει, τον σήκωσε και τον πέταξε μακριά του. Στάθηκε με δυσκολία στα πόδια του και είδε και τον αντίπαλό του να κάνει το ίδιο.
«Κανείς δεν πετάει έναν Νάνο!», τον άκουσε να λέει και τον είδε να βάζει με έκπληξη τα χέρια του στο ανοιγμένο μέτωπό του. Το αίμα κυλούσε από ένα άσχημο γδάρσιμο, με κομμάτι δέρματος να κρέμεται μπροστά από τα δασιά φρύδια του, από όταν τον έριξε με το πρόσωπο στο έδαφος. «Είμαι ο Γκίμλι», φώναξε ξαγκιστρώνοντας δύο τσεκούρια από τη ζώνη του. «Ποιο είναι το όνομα εκείνου που μάτωσε τον γιο του Γκλόιν;».
«Όλαφ Ντράγκονροντ», βρυχήθηκε κι έσκισε ένα κομμάτι από τον χιτώνα του. Έδεσε το τραύμα του ποδιού του κι άφησε ένα μουγκρητό σφίγγοντάς το. Ένιωθε το αίμα να κυλά στο μπούτι του, αλλά βαριανάσαινε, θέλοντας να καταλαγιάσει την Οργή του. Δεν έπρεπε να αφεθεί. Δε θα είχε ελπίδα να επιτεθεί με ωμή δύναμη, απέναντι σε αυτήν ενός Νάνου.
Κοίταξε το σφυρί του. Δε θα το έφτανε χωρίς να δεχθεί κάποια τσεκουριά. Έπιασε, οπότε τη λαβή του δρακομάχαιρου, μα ο αντίπαλός του τον σταμάτησε.
«Σήκωσε το όπλο σου, Όλαφ Ντράγκονροντ. Δεν υπάρχει τιμή στο να σκοτώσω κάποιον που βαστά χαρτοκόπτη», είπε και έκανε μερικά βήματα πίσω.
Κουτσαίνοντας πλησίασε.
«Δεν έχω αντιμετωπίσει πιο άξιο αντίπαλο», είπε σηκώνοντας το πολεμικό του σφυρί. «Αν δεν είχες σκοτώσει τον φίλο μου, θα σε άφηνα να συνεχίσει τον δρόμο σου, Γκίμλι, γιε του Γκλόιν».
«Θα μιλήσω με τα καλύτερα λόγια στον Λέγκολας, μόλις τον δω», του απάντησε ο Νάνος, γνέφοντας με σεβασμό. «Και θα σε τιμήσω, πίνοντας στη μνήμη σου, την επόμενη νανίσια μπίρα».
«Πρώτα, όμως, πρέπει να με σκοτώσεις», αποκρίθηκε ο Όλαφ χαμογελώντας και παίρνοντας θέση μάχης.
«Μα είσαι ήδη νεκρός!», φώναξε ο Γκίμλι και όρμησε υψώνοντας και τα δύο του τσεκούρια.
Πισωπατώντας, ο Όλαφ εξέτρεψε τη μία νανίσια λεπίδα, αλλά η άλλη χτύπησε με ορμή στο πλάι του στήθους του. Δε διαπέρασε την πανοπλία, μα η δύναμη ήταν τέτοια, που σίγουρα είχε σπάσει μερικά πλευρά. Ο πόνος κυρίευσε κάθε πιθαμή του κορμιού του, αλλά δεν είχε χρόνο για αυτό. Ο μαινόμενος Νάνος ήταν ασταμάτητος.
Δεχόταν συνεχόμενες επιθέσεις. Μερικές τις απέφευγε˙ άλλες τις εξέτρεπε˙ πολλές, όμως, έβρισκαν τον στόχος τους. Ο αλυσιδωτός του θώρακας είχε χάσει πολλά δαχτυλίδια και σε αρκετά σημεία κρεμόταν, αφήνοντάς τον εκτεθειμένο, ενώ τα ρούχα του είχα σχισίματα, ποτισμένα στο αίμα από τις πληγές που πλαισίωναν. Ο πρόχειρος επίδεσμος του μηρού του είχε λυθεί. Η αιμορραγία ήταν ασταμάτητη. Δε θα άντεχε για πολύ ακόμα και το ήξερε καλά αυτο.
Σε μία νέα επίθεση, καταφέρνοντας να αμυνθεί, η λαβή του σφυριού του εγκλωβίστηκε στο ένα τσεκούρι. Τράβηξε βίαια και με ικανοποίηση είδε τον Νάνο να χάνει το κράτημά του. Από την κούραση και τον ιδρώτας, όμως, δεν μπόρεσε να το συγκρατήσει ούτε κι εκείνος. Τα δύο όπλα έπεσαν μπλεγμένα στο χιόνι.
Είδε τον Γκίμλι να χαμογελά και πιάνοντας με τα δυο χέρια το εναπομείναν τσεκούρι του, το έφερε με απίστευτη βία και ακρίβεια στα δεξιά πλευρά του Όλαφ. Ο πολύπαθος θώρακάς του δεν άντεξε και η λεπίδα χώθηκε στη σάρκα του. Ο πόνος μούδιασε το κορμί του και τότε αφέθηκε. Η Οργή των Δράκων τον κυρίευσε.
Γρύλισε καθώς οι φλέβες του γινόντουσαν ανάγλυφος διάκοσμος στους μυς του. Γράπωσε με το χέρι του το στέλεχος του νανίσιου όπλου και ουρλιάζοντας το έβγαλε από τη σάρκα του. Το τράβηξε βίαια προς το μέρος του, αλλά ο Νάνος δεν το άφησε. Κι αυτό ήταν το λάθος του.
Άρπαξε το αριστερό, προτασσόμενο χέρι από τη μασχάλη και τον καρπό και το οδήγησε με πρωτόγονη βιαιότητα στο κορμό δίπλα τους. Αν και άντεξε στο πρώτο χτύπημα, στο δεύτερο ο αγκώνας λύγισε αφύσικα, υπό έναν φριχτό θόρυβο.
Ο Γκίμλι μούγκρισε και προσπάθησε να τον χτυπήσει με το δεξί του χέρι, αλλά ο Όλαφ το εγκλώβισε τοποθετώντας το κάτω από τη μασχάλη του. Η διαφορά ύψους των δύο πολεμιστών και η άσβεστη μανία του, διευκόλυνε το έργο του Όλαφ, που με μια απότομη κίνηση εξάρθρωσε τον ώμο του Νάνου. Αμέσως μετά έσκυψε, πήρε το τσεκούρι και το κάρφωσε στη κλείδα του βραχύσωμου άνδρα.
Έμεινε για λίγο να κοιτά τον γιο του Γκλόιν να γονατίζει με τα χέρια του να κρέμονται και αίμα να αναβλύζει από το σημείο που παρέμενε καρφωμένη η νανίσια λεπίδα. Ο Όλαφ παραπατώντας πήγε προς το σφυρί του. Το σήκωσε και στη συνέχεια πήγε και πήρε και τον διπλό πέλεκυ. Τον ακούμπησε ευλαβικά μπροστά στα γόνατα του αντιπάλου του και έφερε το σφυρί του πάνω από τον ώμο του.
«Μην… το πεις… στο ξωτικό…», ψέλλισε ο Γκίμλι και ύψωσε το κεφάλι του, περιμένοντας το αναπόφευκτο.
Ο Όλαφ έγνεψε θετικά. «Για τον Ουν», είπε και έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Το άψυχο σώμα του Νάνου σωριάστηκε, υπό έναν δυνατό γδούπο. Οι μύες του Όλαφ άρχισαν να τρέμουν, αναγκάζοντάς τον να γονατίσει, ενώ η ζάλη από την έλλειψη του αίματος τον οδηγούσαν στο σκοτάδι. Εξουθενωμένος, απλά υπέκυψε και ξάπλωσε δίπλα στο πτώμα του αντιπάλου του.
Μόλις άνοιξε τα μάτια του, ο πρωινός ήλιος θόλωσε το βλέμμα του. Σηκώθηκε με ευκολία και παρατήρησε έκπληκτος ότι το σώμα του δεν είχε καμία καινούργια πληγή, όπως και η πανοπλία και τα ρούχα του δεν ήταν φθαρμένα. Γύρισε το κεφάλι του και σιγουρεύτηκε ότι δεν ήταν όνειρο το χθεσινό. Δίπλα του κειτόταν το άψυχο σώμα του Γκίμλι. Κοίταξε προς το δέντρο, όπου του έσπασε το χέρι και η καρδιά του άρχισε να χτυπά με ξέφρενο ρυθμό. Τα φύλλα ήταν κόκκινα και στον κορμό του υπήρχε ένα σκαλισμένο πρόσωπο.
«Κέρντριμ…», ψιθύρισε. Ο Άκαρδος Γέροντας τον κοιτούσε δακρυσμένος με πορφυρά δάκρυα. «Σκότωσα τον εκλεκτό του αδελφού σου», είπε αφού σηκώθηκε και γονάτισε μπροστά του, «αλλά δεν ένιωσα περηφάνια για αυτό».
Έσκαψε ένα βαθύ μνήμα, υπό το βλέμμα του ιερού δέντρου κι έθαψε εκεί τον Νάνο μαζί με τα τσεκούρια του. Δεν ήταν ποτέ καλός με τις προσευχές κι έτσι απλά χάραξε κάτω από το πρόσωπο μία μόνο πρόταση.
Εδώ κείτεται ο Γκίμλι, ο γιος του Γκλόιν, ο αξιότερος πολεμιστής των Νάνων.
Μια τρομερή μονομαχία, με τον Όλαφ να καταφέρνει στο τέλος να πάρει τη νίκη
Η ψηφοφορία ξεκίνησε δυσοίωνα για τον πορφυροτρίχη βάρβαρο, με τον Γκίμλι να παίρνει προβάδισμα 9-1. Ο Όλαφ, όμως, κατάφερε να περάσει μπροστά με 12-10 και να κρατήσει τα ινία μέχρι το 21-19. Από εκεί και πέρα, ο γιος του Γκλόιν έδειξε τη νανίσια δύναμή του και πέρασε μπροστά με 25-22. Ο κοκκινομάλλης πολεμιστή τον προσπέρασε για άλλη μια φορά με 26-25, αλλά ο Νάνος ισοφάρισε. Λίγο πριν την λήξη, όμως, η Οργή των Δράκων πήρε τον έλεγχο. Έτσι, ο Όλαφ περνά στην επόμενη φάση με το τελικό 29-26, όπου θα αντιμετωπίσει την Παρασκευή 30 Ιουνίου στις 12:00, έναν από τους δύο μονομάχους του ζευγαριού Κάτιμπρι-Φέανορ… Ή μήπως όχι;
Κανόνες των Fantasy Wanderer’s Battle
Κάθε Τρίτη και Παρασκευή θα ανεβαίνουν δύο μονομαχίες με τέσσερις από τους 32 φανταστικούς ήρωες και θα έχετε 48 ώρες για να ψηφίσετε τον αγαπημένο σας. Η έκβαση των μαχών θα εξαρτάται εξ’ ολοκλήρου από τις ψήφους σας, ακόμα και τις διακυμάνσεις τους κατά τη διάρκεια των δύο ημερών, και το αποτέλεσμα της κάθε μονομαχίας θα ανακοινώνεται με περιγραφή της μάχης, από τις πένες των παραμυθάδων Χρήστο Κεσκίνη και Λειβαδιώτη Αλέξανδρο. Δικαιούστε να ψηφίζετε μόνο μία φορά ανά μονομαχία, αλλά φυσικά μπορείτε να ζητάτε από γνωστούς και φίλους να στηρίξουν τον αγαπημένο σας ήρωα. Σε περίπτωση ισοψηφίας, τότε το αποτέλεσμα καθορίζεται από την αντικειμενική κρίση των συγγραφέων, αφήνοντας στην άκρη συναισθηματισμούς και συμπάθειες και εξετάζοντας καθαρά την πολεμική ικανότητα του κάθε ήρωα (εκτός, φυσικά, του Όλαφ και του Κόναν και δε δεχόμαστε καμία αντίρρηση σε αυτό). Οι περιγραφές των μονομαχιών θα αναρτώνται στο blog του Fantasy Wanderer. Μην ξεχνάτε, όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο ημερών της ψηφοφορίας, θα υπάρχουν προσφορές σε επιλεγμένα βιβλία των εκάστοτε ηρώων. (Δημιουργείστε χαρακτήρα για να μη χάνετε τα XP των αγορών σας)
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.